Η παρούσα πτυχιακή εργασία εστιάζει στην ταχύτητα και την φυσικότητα της ομιλίας και πιο συγκεκριμένα μελετά την ικανότητα ατόμων με γνώσεις στον κλάδο της λογοθεραπείας, αλλά και ατόμων χωρίς λογοθεραπευτικές γνώσεις να διακρίνουν τυχόν αλλαγές στην ταχύτητα της ομιλίας. Επιπρόσθετα, εξετάζεται κατά πόσο η ηλικία των ομιλητών, καθώς και το μήκος των προτάσεων είναι πιθανόν να επηρεάσουν την κρίση των ακροατών, ενώ ερευνάται ο ρυθμός που θεωρείται φυσικότερος σύμφωνα με την κρίση των τυπικών ακροατών και των λογοθεραπευτών.
Στην έρευνα συμμετείχαν 20 άτομα, χωρισμένα σε 2 κύριες ομάδες, ενώ η κάθε ομάδα είναι ισότιμα χωρισμένη σε άντρες και γυναίκες. Στην 1η ομάδα ανήκουν 10 άτομα με γνώσεις πάνω στον κλάδο της λογοθεραπείας και στην 2η ομάδα 10 άτομα που δεν κατέχουν γνώσεις πάνω στον τομέα αυτόν. Το πείραμα έλαβε μέρος σε 2 συνεδρίες, οι οποίες διέφεραν μεταξύ τους μία ημέρα. Κατά την πρώτη συνεδρία ο κάθε συμμετέχων κλήθηκε να διακρίνει τον πιο αργό ρυθμό σε 264 ζεύγη προτάσεων, ενώ κατά την δεύτερη συνεδρία κλήθηκε να διακρίνει τον πιο φυσικό ρυθμό κατά την δική του κρίση στα ίδια ζεύγη προτάσεων. Τα ζεύγη προτάσεων που αξιοποιήθηκαν στο πείραμα παράχθηκαν από 8 ομιλητές, ισότιμα χωρισμένοι σε 2 ομάδες μία νέων και μία ηλικιωμένων, ενώ οι προτάσεις διέφεραν σε μήκος και παράχθηκαν σε 3 ρυθμούς, αργά, γρήγορα και κανονικά από όλους τους ομιλητές.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας οι δύο ομάδες συμμετεχόντων, λογοθεραπευτές και τυπικοί ακροατές, παρουσίασαν παρόμοια συνολική επίδοση στο πείραμα, με τους τυπικούς όμως ακροατές να επιδεικνύουν ελαφρώς καλύτερη επίδοση από τους λογοθεραπευτές. Όπως φαίνεται μέσα από την έρευνα, ο αργός ρυθμός ήταν ευκολότερος να γίνει αντιληπτός και από τις δύο ομάδες συμμετεχόντων στα ζεύγη προτάσεων «αργά-κανονικά/ κανονικά-αργά» σε αντίθεση με τα ζεύγη «γρήγορα-κανονικά/ κανονικά-γρήγορα», όπου παρουσιάστηκε μεγαλύτερη δυσκολία. Όσον αφορά στα αποτελέσματα που προέκυψαν με βάση την ηλικιακή ομάδα των ομιλητών, και οι 2 ομάδες είχαν εμφανώς καλύτερη επίδοση στις προτάσεις που παράχθηκαν από τους νέους ομιλητές και κυρίως στα ζεύγη προτάσεων που παράγονταν αργά και κανονικά. Αντίθετα, στα ζεύγη προτάσεων που παράγονταν από ηλικιωμένους ομιλητές το ποσοστό επιτυχίας ήταν χαμηλότερο και κυρίως στα ζεύγη «γρήγορα- κανονικά/ κανονικά- γρήγορα». Τα αποτελέσματα αυτά συνάδουν με την βιβλιογραφία (Duffy, 2012), καθώς έχει αποδειχθεί ότι οι ηλικιωμένοι ομιλητές δεν είναι σε θέση να εναλλάσσουν την ταχύτητα της ομιλίας τους ορθά και ικανοποιητικά λόγω των αλλαγών που πραγματοποιούνται σε ανατομικό επίπεδο. Αναφορικά με τα συμπεράσματα που προέκυψαν με βάση το μήκος των προτάσεων, τόσο οι τυπικοί ακροατές όσο και οι λογοθεραπευτές παρουσίασαν μεγαλύτερο ποσοστό επιτυχίας στις προτάσεις μεγάλου μήκους. Πρόκειται για ένα αρκετά εύλογο αποτέλεσμα, καθώς σύμφωνα με την βιβλιογραφία (White & Banks, 2021), όταν τα άτομα παράγουν μεγαλύτερες σε μήκος προτάσεις τείνουν να αυξάνουν την ταχύτητα της ομιλίας τους. Συνεπώς, είναι πιο εμφανής η διαφορά μεταξύ κανονικού και αργού ρυθμού ομιλίας και ευκολότερη η αναγνώριση του πιο αργού ρυθμού από τον ακροατή. Τελειώνοντας, όσον αφορά στη φυσικότητα της ομιλίας, η πλειονότητα των ακροατών επέλεξε τον κανονικό ρυθμό ως πιο φυσικό στα ζεύγη προτάσεων που παράγονται αργά και κανονικά, ενώ στα ζεύγη «γρήγορα- κανονικά/ κανονικά- γρήγορα» εμφάνισαν μεγαλύτερη δυσκολία στο να επιλέξουν ποια πρόταση παραγόταν πιο φυσικά, με αποτέλεσμα και οι δύο ομάδες συμμετεχόντων να επιλέγουν πιο συχνά την επιλογή «δεν διαφέρουν».
This current study focuses on the speech rate and the speech naturalness and specifically it investigates the ability of speech and language pathologists (SLP) and people without knowledge on this subject to detect changes on speech rate. Moreover, this study examines if the age of the speakers and the length of the sentences can affect the judgment of the participants. Furthermore, it investigates which speaking rate is being considered as more natural according to both SLPs and typical listeners.
A perceptual experiment was administered to 20 listeners divided into 2 groups with each group was equally divided into men and women. The first group consists of 10 speech and language pathologists and the second group consists of 10 typical listeners that have no knowledge on this specific subject. The study took place in two sessions that occurred two consecutive days. At the first session each participant listened to 264 sentence pairs and had to select the sentence produced with the slower rate. At the second session each participant listened to the same pairs, but this time they had to identify the sentence produced in the most natural manner. Pairs of fifteen different sentences were used in this study, produced by 8 speakers that were equally divided by their age into two groups, young and elderly. The sentences were produced at three different rates: slow, fast, regular.
Overall, both groups of participants exhibited similar patterns, but typical listeners had slightly better performance than SLPs. It was easier for both groups to discriminate slow rather than fast spoken sentences from sentences produced at a regular speaking rate. Both listener groups performed better with sentences produced by young rather than the elderly speakers. Those results are in line with the existing literature (Duffy, 2012), as studies have shown that elderly speakers aren't as capable of adjusting their speech rate easily and adequately. Regarding the effect of sentence length, both groups had superior performance with longer sentences. This finding is also in line with the existing literature (White & Banks, 2021) which indicates that when people are asked to produce sentences with higher length they tend to increase their speech rate, so it's easier for the listener to identify the sentences deliberately produced with a slower rate. Lastly, as expected, most participants judged the regular rate more natural than slow rate. Fast rate on the other hand, was judged as natural as the speakers’ regular rate of speech.