Η Αναπτυξιακή Γλωσσική Διαταραχή (ΑΓΔ) αφορά παιδιά που αντιμετωπίζουν επίμονες γλωσσικές δυσκολίες τόσο στο κομμάτι της έκφρασης, όσο και στο κομμάτι της παραγωγής, που δεν έχουν οργανικό υπόβαθρο. Οι προαναφερθείσες δυσκολίες φαίνονται να συνδέονται με ελλείμματα στην ανάγνωση και τη γραφή, τομείς που όταν είναι διαταραγμένοι επηρεάζουν τη σχολική επίδοση των παιδιών. Πέρα από την παροχή υπηρεσιών λογοθεραπείας δια ζώσης, υπάρχει και είναι διαδεδομένη πλέον παγκοσμίως η παροχή υπηρεσιών μέσω τηλεθεραπείας, η οποία μπορεί να είναι εξίσου αποτελεσματική. Η παρούσα έρευνα αποτελεί μία κλινική μελέτη περίπτωσης ενός παιδιού 8 ετών με ΑΓΔ, κατά την οποία εφαρμόστηκε ένα εντατικό και εξατομικευμένο πρόγραμμα παρέμβασης 12 συνεδριών μέσω τηλεθεραπείας, με στόχο τη βελτίωση της ανάγνωσης και της γραφής. Αναλυτικότερα, οι στόχοι παρέμβασης αφορούσαν την ενίσχυση της φωνολογικής επίγνωσης σε επίπεδο συλλαβών, τη βελτίωση της ταχύτητας επεξεργασίας, την ενίσχυση δεξιοτήτων γραμματικής ορθογραφίας σε επίπεδο κλιτικών καταλήξεων ρημάτων, την ενίσχυση δεξιοτήτων ιστορικής ορθογραφίας, με τη χρήση οικογενειών λέξεων και την ενίσχυση της αναγνωστικής ευχέρειας, μέσω βελτίωσης της ταχύτητας και της ακρίβειας της ανάγνωσης. Πριν την εφαρμογή του προγράμματος παρέμβασης προηγήθηκε κλινική παρατήρηση και αξιολόγηση όλων των γλωσσικών πτυχών της γλώσσας, με χρήση σταθμισμένων και άτυπων εργαλείων. Μετά το πέρας της παρέμβασης και της ολοκλήρωσης των 12 θεραπευτικών συνεδριών, πραγματοποιήθηκε επαναξιολόγηση με τη χρήση ορισμένων δοκιμασιών που χορηγήθηκαν και στην αρχική αξιολόγηση, με σκοπό της διερεύνησης της αποτελεσματικότητας της παρέμβασης. Τα αποτελέσματα δείχνουν μια συνολική βελτίωση της ανάγνωσης και της γραφής, και πιο συγκεκριμένα στη φωνολογική επίγνωση, την ιστορική και γραμματική ορθογραφία, τη γραπτή κατανόηση και τη μορφοσύνταξη. Με την παρούσα έρευνα αποδεικνύεται πως η εφαρμογή ενός τέτοιου προγράμματος παρέμβασης μέσω τηλεθεραπείας είναι αποτελεσματική και μπορεί να συμβάλλει στη βελτίωση των γλωσσικών δεξιοτήτων παιδιών με ΑΓΔ με παρόμοιο προφίλ ικανοτήτων και δυσκολιών.
Developmental Language Disorder (DLD) refers to children who face persistent language difficulties in terms of expression and production, which have no organic background. These difficulties appear to be associated with deficits in reading and writing, two areas that when disrupted affect children's school performance. In addition to the provision of face-to-face speech and language therapy services, there is and is now widespread worldwide the provision of services via telepractice, which can be equally effective. The present research is a clinical case study of an 8-year-old child with DLD, in which an intensive and individualized 12-session intervention program via telepractice was implemented to improve reading and writing. More specifically, the intervention goals were to enhance phonological awareness at syllable level, to improve processing speed, to enhance grammatical spelling skills at the level of inflectional verb endings, to enhance historical spelling skills using word families and to enhance reading fluency by improving the speed and the accuracy of reading. Prior to the implementation of the intervention program, clinical observation and assessment of all aspects of the language was conducted using standardized and informal assessment tools. After the end of the intervention and the completion of the 12 treatment sessions, a re-assessment was carried out using some of the tests that were also administered in the initial assessment, in order to investigate the effectiveness of the intervention program. The results show an overall improvement in reading and writing, and more specifically in phonological awareness, historical and grammatical spelling, written comprehension and syntax. The present research proves that the implementation of such an intervention program through telepractice is effective and can contribute to improving the language skills of children with DLD who present a similar profile of abilities and difficulties.