Μέθοδοι περιορισμού των μεταγγίσεων ομολόγου αίματος και επίδραση τους στην μείζονα πνευμονική εκτομή για καρκίνο

 
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :

Αποθετήριο :
Νημερτής
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
κοινοποιήστε το τεκμήριο




2008 (EL)

Μέθοδοι περιορισμού των μεταγγίσεων ομολόγου αίματος και επίδραση τους στην μείζονα πνευμονική εκτομή για καρκίνο

Παναγόπουλος, Νικόλαος

Καρακάντζα, Μαρίνα
Κωλέτσης, Ευστράτιος
Δουγένης, Δημήτριος
Αποστολάκης, Ευστράτιος
Καρδαμάκης, Δημήτριος
Σκόπα, Χρυσούλα
Σπυρόπουλος, Κωνσταντίνος

Είναι γνωστό ότι οι μεταγγίσεις ομόλογου αίματος ασκούν ανοσοκατασταλτική δράση, ευνοόντας την υποτροπή των καρκινικών όγκων και των μεταστάσεων. Επιπλέον η περιεγχειρητική αναιμία θεωρείται ανεξάρτητος προγνωστικός παράγων σε ασθενείς που υποβάλλονται σε ογκολογικές επεμβάσεις. Οι μείζονες θωρακικές επεμβάσεις, όπως αυτές για καρκίνο του πνεύμονα συνοδεύονται από αυξημένες απώλειες αίματος και ανάγκες για μετάγγιση οδηγώντας σε επακόλουθη αύξηση της νοσηρότητας και θνησιμότητας. Παράλληλα η ευεργετική επίδραση της απροτινίνης είναι ευρέως γνωστή όσον αφορά τις Καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις. Σκοπό των μελετών μας αποτέλεσε, από τη μία η πιθανή επίδραση των μεταγγίσεων ομολόγου αίματος και της προεγχειρητικής αναιμίας στην απώτερη επιβίωση των ασθενών που υπεβλήθησαν σε εκτομή μη μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα και από την άλλη η επίδραση της απροτινίνης στις ανάγκες για μετάγγιση και την αιμορραγική διάθεση, χορηγούμενη σε πολύ χαμηλή δόση σε μείζωνες πνευμονικές εκτομές. Κατά την πρώτη μας μελέτη, 331 ασθενείς (άνδρες/γυναίκες=295/36, μέσης ηλικίας 64 ± 9 έτη), οι οποίοι υπεβλήθησαν σε ριζική εκτομή μη μικροκυτταρικού καρκίνου πνεύμονα, εξετάσθηκαν προοπτικά. Ο μέσος χρόνος μετεγχειρητικής παρακολούθησης ήταν 27,2 μήνες. Η συνολική επιβίωση των ασθενών εξετάσθηκε συγκριτικά με την χορήγηση μεταγγίσεων ομολόγου αίματος και την περιεγχερητική αναιμία. Οι παράμετροι αυτοί εξετάσθηκαν αρχικά για τον συνολικό πληθυσμό ασθενών και εν συνεχεία ξεχωριστά για τους ασθενείς σταδίου I. Οι ασθενείς ταξινομήθηκαν ανάλογα με την χορήγηση περιεχειρητικής μετάγγισης αίματος στην Ομάδα Α (μεταγγιζόμενοι) και Ομάδα Β (μη μεταγγιζόμενοι) και ανάλογα με το επίπεδο της προεγχειρητικής αιμοσφαιρίνης (Hb) στην Ομάδα 1 (Hb<12 g/dl) και Ομάδα 2 (Hb≥12 g/dl) αντίστοιχα. Κατά τη δέυτερη μας μελέτη, μια υποομάδα 59 ασθενών (μέσης ηλικίας 58 ± 13.25 έτη) οι οποίοι υπεβλήθησαν σε μείζονα θωρακοχειρουργική επέμβαση ταξινομήθηκαν στην ομάδα ελέγχου (Ομάδα Α) και στην ομάδα απροτινίνης (Ομάδα Β). Η δεύτερη ομάδα (n=29) έλαβε κατά την εισαγωγή της αναισθησίας διεγχειρητικά 500.000 I.U απροτινίνης, ακολουθούμενη από μία δεύτερη ισόποση δόση αμέσως μετά το κλείσιμο της θωρακοτομής. Τα αποτελέσματά μας για την πρώτη μελέτη κατέγραψαν ποσοστό μετάγγισης 25,7%. Η μονοπαραγοντική ανάλυση για το σύνολο του πλυθησμού ανέδειξε συνολική επιβίωση μικρότερη στην Ομάδα Α (μεταγγιζόμενοι) (μέση επιβίωση 33.6 μήνες, 5-ετής επιβίωση 25.1%) σε σύγκριση με την Ομάδα B (μέση επιβίωση 48.0 μήνες, 5-ετής επιβίωση 37.3%) (p=0.001). Παρατηρήσαμε επίσης ότι οι ασθενείς με προεγχειρητική τιμή Hb<12 g/dl (Ομάδα 1) (μέση επιβίωση 33.0 μήνες, 5-ετής επιβίωση 21.3%), παρουσίασαν μικρότερη επβίωση συγκρινόμενοι με την Ομάδα 2 (μέση επιβίωση 49.3 μήνες, 5-ετής επιβίωση 40%) (p=0.002). Η πολυπαραγοντική ανάλυση του συνόλου των ασθενών ανέδειξε ότι η προεγχειρητική αναιμία αποτελεί ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα για την επιβίωση, ενώ η μετάγγιση με μονάδες ομόλογου αίματος όχι. Παρατηρήσαμε επίσης κατά την πολυπαραγοντική ανάλυση ότι στους ασθενείς του σταδίου I, οι μεταγγίσεις ομόλογου αίματος αποτέλεσαν ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα για την απώτερη επιβίωση, γεγονός που δεν επιβεβαιώθηκε για την προεγχειρητική αναιμία. Στην δεύτερη μελέτη μας, η μέση παροχή αιματηρού περιεχομένου που κατεγράφη από τους σωλήνες θώρακος κατά την 1η και 2η μετεγχειρητική ημέρα στην Ομάδα Β (απροτινίνης) ήταν σημαντικά ελαττωμένη (412.6±199.2 έναντι 764.3±213.9 ml, p<0.000 και 248.3±178.5 έναντι 455.0±274.6, p<0.001 αντίστοιχα). Παρομοίως, οι ανάγκες μετάγγισης με φρέσκο κατεψυγμένο πλάσμα ήταν λιγότερες στην Ομάδα της απροτινίνης. Επιπλέον, τόσο ο διεγχειρητικός χρόνος, όσο και η διάρκεια παραμονής στο νοσοκομείο ήταν χαμηλότερα υπέρ της Ομάδας Β, χωρίς όμως να αγγίζουν την στατιστική σημαντικότητα (84.6±35.2 έναντι 101.2±52.45 λεπτών και 5.8±1.6 έναντι 7.2±3.6 ημερών αντίστοιχα) (p<0.064). το συνολικό ποσοστό μετάγγισης δεν δέφερε σημαντικά ανάμεσα στις δύο ομάδες. Δεν παρατηρήθηκαν ανεπιθύμητες ενέργειες κατά τη χορήγηση της ουσίας. Τα συμπεράσματά μας συνιστούν ότι οι μεταγγίσεις ομολόγου αίματος επηρεάζουν αρνητικά την απώτερη επιβίωση των ασθενών με πρώιμο μη μικροκυτταρικό καρκίνο (σταδίου I) του πνεύμονα, χωρίς να παρατηρείται όμως η ίδια επίδραση στην επιβίωση αυτών με χειρουργικά εξαιρέσιμη πιο προχωρημένη νόσο. Τα ευρήματα αυτά καταδεικνύουν ότι οι μεταγγίσεις ομολόγου αίματος πιθανώς να ασκούν ανοσοτροποποιητική δράση στα πρώιμα στάδια της νόσου, ενώ για τα πιο προχωρημένα το φιανόμενο αυτό δεν είναι προφανές. Επιπλέον, η χορήγηση της απροτινίνης σε πολύ χαμηλή δόση, συνοδεύεται από ελάττωση των μετεγχειρητικών απωλειών αίματος και αναγκών για μετάγγιση των παραγώγων του αίματος. Με βάση τα δεδομένα αυτά θεωρούμε την χορήγηση της απροτινίνης ως ασφαλή και ευεργετική στις μείζονες θωρακοχειρουργικές επεμβάσεις.
It has been postulated that transfusions have immunosuppressive effects that promote tumor growth and metastasis. Moreover perioperative anaemia is considered an independent prognostic factor on outcome in patients operated for malignancy. Major thoracic operations (such as lung cancer resections) are associated with increased blood losses and transfusion requirements leading to increased mortality and morbidity. In addition, the blood saving effect of aprotinin has been well documented in cardiac surgery. The aims of our studies were to evaluate, on the one hand the possible influence of red blood cell (RBC) transfusions and perioperative anaemia on survival in patients operated for non-small cell lung carcinoma (NSCLC); and on the other hand, we have tested the influence of aprotinin using an ultra-low dose drug regime on major pulmonary operations concerning bleeding diathesis and need for transfusion. In our first study, 331 consecutive patients, male/female=295/36, (mean age 64±9 years), who underwent radical surgery for NSCLC were prospectively enrolled in this cohort and followed up for a mean of 27.2 months. The overall survival of patients was analyzed in relation to RBC transfusions and perioperative anemia. These parameters were analyzed in the whole cohort of patients and separately for stage I patients. Patients were divided according to perioperative transfusion, into Group A (transfused) and Group B (non-transfused) and according to the preoperative haemoglobin (Hb) level into Group 1 (Hb<12g/dl) and Group 2 (Hb≥12gr/dl) respectively. Furthermore in our second study, a subgroup of 59 patients, of mean age 58±13.25 years (mean±SD) undergoing general major thoracic procedures were randomized into placebo (Group A) and treatment–aprotinin group (Group B). The group B (n=29) received 500.000 IU of aprotinin after induction to anesthesia and a repeat dose immediately after chest closure. In our fisrt study, the overall transfusion rate was 25.7%. Univariate analysis showed that in the whole cohort of patients overall survival was significantly shorter in Group A (mean 33.6 months, 5-year survival 25.1%) compared to Group B (mean 48.0 months, 5-year survival 37.3%) (p=0.001). It also showed that patients with preoperative Hb level<12g/dl (Group 1), (mean of 33.0 months, 5-year survival 21.3%) had shorter survival compared to Group 2 patients (mean 49.3 months and 5-year survival 40.0%) respectively (p=0.002). Multivariate analysis in the whole cohort of patients showed that preoperative anemia was an independent risk factor for survival while RBC transfusion was not. In particular for stage I patients, it was shown that RBC transfusion was an independent prognostic factor for long-term survival as detected by multivariate analysis (p=0.043), while anemia was not. In our second study, the two groups were similar in terms of age, gender, diagnosis, pathology, comorbidity and operations performed. The mean drainage of the first and second postoperative day in group B was significantly reduced (412.6±199.2 vs. 764.3±213.9 ml, p<0.000, and 248.3±178.5 vs. 455.0±274.6, p<0.001). Similarly, the need for fresh frozen plasma transfusion was lower in group B, p<0.035. Both the operation time and the hospital stay were also less for group B but without reaching statistical significance (84.6±35.2 vs 101.2±52.45 min. and 5.8±1.6 vs 7.2±3.6 days respectively, p<0.064). The overall transfusion rate did not differ significantly. No side effects of aprotinin were noted Our conclusions suggested that RBC transfusions affect adversely the survival of stage I NSCLC patients, while do not exert any effect on survival of patients with surgically resectable more advanced disease, where preoperative anemia is an independent negative prognostic factor. These findings indicate that RBC transfusion might exert an immunomodulatory effect on patients with early disease while in more advanced stages this effect is not apparent. Additionally perioperative ultra-low dose aprotinin administration was associated with a reduction of total blood losses and blood product requirements. We therefore consider the use of aprotinin safe and effective in major thoracic surgery.

Book

Μετάγγιση
Transfusion
616.994 24
Lung cancer
Καρκίνος πνεύμονα


Η ΒΥΠ διαθέτει αντίτυπο της διατριβής σε έντυπη μορφή στο βιβλιοστάσιο διδακτορικών διατριβών που βρίσκεται στο ισόγειο του κτιρίου της.

Ελληνική γλώσσα

2008-02
2008-10-14T11:11:56Z


0



*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των αντίστοιχων Φορέων περιεχομένου.