Το θέμα της παρούσας μελέτης αφορά τη συγκρότηση προνοιακών και ποινικών θεσμών για τη διαχείριση απροστάτευτων ή/και παραβατικών ανηλίκων στην Ελλάδα του εικοστού αιώνα. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη δεκαετία του 1980, στην οποία εντάσσεται το βασικό αρχειακό υλικό της εργασίας, το οποίο είναι οι ατομικοί φάκελοι ανηλίκων που έμεναν στον Σταθμό Εφήβων του Συλλόγου Μερίμνης Ανηλίκων (στο εξής ΣΜΑ] κατά τη συγκεκριμένη δεκαετία. Η βασική υπόθεση εργασίας γύρω από την οποία έγινε η επιλογή του συγκεκριμένου θέματος, ήταν ότι, μέσα από την εμβάθυνση στην ιστορική πορεία ενός προνοιακού φορέα που διατηρούσε από τη δεκαετία του 1920 στεγαστική δομή για τη φιλοξενία ανήλικων αγοριών που εντάσσονταν στις κατηγορίες των «απροστάτευτων» ή «παραβατικών» παιδιών, θα προέκυπτε η δυνατότητα ανάδειξης ζητημάτων που συνδέονται ευρύτερα με την ιστορία της πρόνοιας για τα παιδιά στην Ελλάδα του εικοστού αιώνα. Παράλληλα, όσον αφορά τη δεκαετία του 1980, η υπόθεση ήταν ότι μέσα από τη μελέτη ενός ιδιαίτερου αρχειακού υλικού, όπως είναι οι ατομικοί φάκελοι των ανηλίκων που έμεναν στον Σταθμό Εφήβων, οι οποίοι συμπεριλαμβάνουν πλήθος κειμένων από επαγγελματίες της πρόνοιας, θα ήταν δυνατόν να αναδειχθούν οι τρόποι που οι ειδικοί της πρόνοιας δρούσαν και οι δυναμικές που αναπτύσσονταν μέσω της αλληλοσυσχέτισης επαγγελματιών της πρόνοιας και ανηλίκων. Ο στόχος είναι διττός: η παρακολούθηση της διαδικασίας επιτήρησης και παρέμβασης από ειδικούς επαγγελματίες προς υποκείμενα το οποία λογίζονταν ως ευάλωτα, αλλά και η ανάδειξη των μορφών που λάμβανε η ιδρυματική ζωή. Η διάρθρωση της εργασίας αποτελείται από τέσσερις ενότητες. Η πρώτη ενότητα έχει ως στόχο τη σκιαγράφηση της ιστορικής πορείας του πλαισίου εντός του οποίου τοποθετείται ο ΣΜΑ και ο Σταθμός Εφήβων, που είναι η ιστορία της πρόνοιας για τα «απροστάτευτα» και «παραβατικά» παιδιά στην Ελλάδα. Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην ανάδειξη θεματικών αξόνων που διατρέχουν την ιστορία της παιδικής πρόνοιας, οι οποίοι διαπερνούν την εργασία σε επόμενες ενότητες. Η δεύτερη ενότητα επικεντρώνεται στην ιστορία του ΣΜΑ από την ίδρυσή του το 1924 έως και τη δεκαετία του 1980. Μέσα από την αφήγηση της ιστορικής πορείας του ΣΜΑ, αναδεικνύονται ζητήματα όπως η έννοια της «μεικτής οικονομίας της πρόνοιας» και ο τρόπος που εμφανίζονταν χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου μοντέλου λειτουργίας στον ΣΜΑ, και η εμφάνιση και αναπαραγωγή δικτύων φορέων και προσώπων που αναδείχθηκαν ως «ειδικοί» της πρόνοιας και κατέλαβαν υψηλά ιστάμενες θέσεις στο οικοδόμημα της κοινωνικής πρόνοιας. Η τρίτη και η τέταρτη ενότητα επικεντρώνονται στο περιεχόμενο των ατομικών φακέλων ανηλίκων που διέμεναν στον Σταθμό Εφήβων τη δεκαετία του 1980. Στην τρίτη ενότητα η εστίαση αφορά σε ερωτήματα γύρω από το ποια ήταν τα υποκείμενα που εμπλέκονταν στο αρχειακό υλικό, είτε ως επαγγελματίες είτε ως ανήλικοι, στοιχεία γύρω από την ιστορία της διαμόρφωσης των επαγγελμάτων της κοινωνικής εργασίας και των επιμελητών ανηλίκων στην Ελλάδα, αλλά και στοιχεία σε σχέση με την κοινωνική προέλευση και τις κοινωνικές εμπειρίες των ανηλίκων έως ότου τοποθετηθούν στον Σταθμό Εφήβων. Επιπλέον, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στις περιπτώσεις των ανηλίκων που είχαν σχετιστεί με τη δικαιοσύνη ανηλίκων, τη διαδικασία εισαγωγής τους σε ιδρύματα αγωγής με διοικητική απόφαση του υπουργείου Δικαιοσύνης, αλλά και τη ρητορική περί ηθικού κινδύνου και αντικοινωνικής συμπεριφοράς, που ήταν ακόμη ενεργή τη δεκαετία του 1980. Στην τέταρτη ενότητα το επίκεντρο είναι οι μορφές κοινωνικής εργασίας που λάμβαναν χώρα εντός του Σταθμού Εφήβων, αλλά και h αλληλεπίδραση κοινωνικών λειτουργών και ανηλίκων στα πλαίσια του Σταθμού Εφήβων κατά τη δεκαετία του 1980. Εξετάζονται ξεχωριστά τα ζητήματα της εργασίας των ανηλίκων και της στάσης της κοινωνικής υπηρεσίας του Σταθμού Εφήβων ως προς αυτήν, της τοποθέτησης των οικογενειών των ανηλίκων στον διερευνητικό φακό των επαγγελματιών της πρόνοιας, αλλά και το ζήτημα της ομόφυλης σεξουαλικότητας των ανηλίκων και του αντιφατικού τρόπου που αυτή προσλαμβανόταν από τους επαγγελματίες της παιδικής πρόνοιας της περιόδου. Το τελευταίο ζήτημα που καταπιάνεται η ενότητα είναι τα ίχνη κρίσεων και οι ρήξεις ανάμεσα στους ανήλικους, τους κοινωνικούς λειτουργούς και τη διοίκηση του ΣΜΑ, σε μια προσπάθεια να έρθουν στην επιφάνεια όψεις της ζωής των ιδρυμάτων οι οποίες σπάνια βγαίνουν στο φως και παράλληλα να τονιστεί ότι οι ανήλικοι, οι οποίοι βρίσκονταν υπό την εποπτεία των επαγγελματιών της πρόνοιας, ήταν ενεργοί συμμέτοχοι της διαδικασίας στην οποία εμπλέκονταν και όχι απλά παθητικοί δέκτες της.
(EL)
The subject of this study concerns the establishment of welfare and penal institutions for the management of unprotected and/or delinquent minors in twentieth-century Greece. Particular emphasis is placed on the 1980s, which includes the primary archival material of this work, namely, the individual files of minors who resided at the Adolescents' Shelter of the Association for the Care of Minors (hereafter referred to as ACM) during that decade. The primary working hypothesis for selecting this topic was that, through an in-depth examination of the historical trajectory of a welfare agency that had maintained a residential structure since the 1920s for housing juvenile boys categorized as "unprotected" or "delinquent," it would be possible to highlight issues broadly connected to the history of child welfare in twentieth-century Greece. Concurrently, regarding the 1980s, the hypothesis was that through the study of a unique archival material, like the individual files of minors who stayed at the Adolescents' Shelter, which include numerous documents from welfare professionals, it would be possible to shed light on the ways welfare specialists operated and the dynamics that developed through the interrelation of welfare professionals and minors. The objective is twofold: to monitor the process of supervision and intervention by specialized professionals towards subjects considered vulnerable, and to highlight the forms institutional life took. The structure of this study consists of four sections. The first section aims to outline the historical context within which the ACM and the Adolescents' Shelter are situated, focusing on the history of welfare for "unprotected" and "delinquent" children in Greece. Special emphasis is placed on highlighting common themes that traverse the history of child welfare, which are carried throughout the subsequent sections of the study. The second section focuses on the history of the ACM from its establishment in 1924 up to the 1980s. Through the narration of the ACM’s historical journey, issues such as the concept of the "mixed economy of welfare" and how characteristics of this operational model appeared in the ACM, as well as the emergence and reproduction of networks of institutions and individuals who emerged as "welfare specialists" and occupied high-ranking positions in the social welfare structure, are brought to light. The third and fourth sections concentrate on the content of the individual files of minors who resided at the Adolescents' Shelter during the 1980s. The third section focuses on questions regarding who the subjects involved in the archival material were, whether as professionals or minors, elements about the history of the formation of the professions of social work and juvenile probation officers in Greece, and information concerning the social background and experiences of the minors until they were placed at the Adolescents' Sheler. Additionally, particular emphasis is given to cases of minors who had connections with juvenile justice, the process of their admission to educational institutions by administrative decision of the Ministry of Justice, and the rhetoric about moral danger and antisocial behavior, which was still active in the 1980s. The fourth section deals with the forms of social work that took place within the Adolescents' Shelter and the interaction between social workers and minors within the framework of the Adolescents' Shelter during the 1980s. Specific issues examined separately include the work of the minors and the stance of the Adolescents' Shelter's social service towards it, the placement of minors' families under the investigative lens of welfare professionals, as well as the issue of minors' same-sex sexuality and the contradictory manner in which it was perceived by child welfare professionals of the period. The final issue addressed in this section is the traces of crises and ruptures between the minors, the social workers, and the ACM administration, in an effort to bring to light aspects of institutional life that rarely come to the surface, while simultaneously emphasizing that the minors, who were under the supervision of welfare professionals, were active participants in the process in which they were involved and not merely passive recipients of it.
(EN)