H παρούσα μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία πραγματεύεται την αισθητηριακή
βίωση των ανακτόρων της Κνωσού και της Πύλου κατά τις τελικές οικοδομικές φάσεις,
μέσω της ανάλυσης της ενσώματης, γνωστικής και συναισθηματικής επίδρασης της
πρόσληψης του τοιχογραφικού διακόσμου στο αρχιτεκτονικό τους περιβάλλον. Η
προηγούμενη έρευνα έχει κατά καιρούς εξετάσει τις τοιχογραφίες και την
αρχιτεκτονική της Κνωσού ως ένα δυναμικό πεδίο διαλόγου. Πιο πρόσφατες
προσεγγίσεις ανέδειξαν τις τοιχογραφίες ως φορείς μετάδοσης κοινωνικοπολιτικών και
θρησκευτικών μηνυμάτων στη διάρκεια τελετουργικών δρώμενων. Αντιθέτως, οι
πυλιακές τοιχογραφίες και το αρχιτεκτονικό τους περιβάλλον έχουν μελετηθεί
ξεχωριστά, παρόλο που και τα δύο θεωρούνται μέσα για τη μετάδοση πολιτικών
μηνυμάτων και την κοινωνική αλληλεπίδραση. Ιδιαίτερα, οι εκτενείς εξετάσεις των
τοιχογραφιών της Κνωσού και της Πύλου στόχευαν στην ανάδειξη κοινών
χαρακτηριστικών όσον αφορά τη συμπεριφορά και την κίνηση των χρηστών ως μέσο
άσκησης πολιτικής προπαγάνδας. Παράλληλα, καταγράφονται μελέτες ανάδειξης της
αρχιτεκτονικής ρύθμισης ως δείκτης που επηρέαζε την κίνηση των θεατών στη
διάρκεια ανακτορικών τελετών. Εντούτοις, η εν συνόλω προσέγγιση των δομικών και
αισθητηριακών ερεθισμάτων που αναπαράγονταν σε καθημερινή βάση και
διαμόρφωναν διαφορετικά το βίωμα των επισκεπτών δεν έχει εξεταστεί συστηματικά
και εις βάθος.
Η ανά χείρας μελέτη, βασισμένη στη φαινομενολογική θεωρία, προτείνει μια νέα
μεθοδολογική προσέγγιση, η οποία δίνει έμφαση στη δυναμική και αλληλένδετη σχέση
των ζωγραφισμένων επιφανειών με την αρχιτεκτονική σύνθεση των υπό εξέταση
ανακτόρων. Σε αυτό το πλαίσιο, τα δύο αυτά αλληλοσυνδεόμενα στοιχεία εξετάζονται
ως μέσα μετάδοσης συμβολικών αξιών, ιδεολογιών, εξυπηρετώντας παράλληλα
κοινωνικοπολιτικές στρατηγικές. Αυτοί οι στόχοι επιτυγχάνονταν μέσω της
ενεργοποίησης ερεθισμάτων, τα οποία διέφεραν σε σημαντικό βαθμό, τόσο ποιοτικά
όσο και ποσοτικά, ανάλογα με τον χρήστη των ανακτόρων της Κνωσού και της Πύλου.
Υπό αυτό το πρίσμα, πραγματοποιείται συμβατικά συγκριτική μελέτη των δύο
αρχαιολογικών παραδειγμάτων, με σκοπό τη διερεύνηση των διαφορετικών τρόπων
ελέγχου της ορατότητας, της προσβασιμότητας, της κίνησης των επισκεπτών και, κατά
συνέπεια, της συναισθηματικής τους ανταπόκρισης. Αυτά τα αισθητηριακά
ερεθίσματα, εντός και γύρω από τα ανάκτορα, λειτούργησαν ως μηχανισμοί που πυροδότησαν ποικιλία ανταποκρίσεων, υπενθυμίζοντας ή ακόμη και ανασχηματίζοντας κοινωνικές ταυτότητες και αναδιαμορφώνοντας εν γένη κοινωνικές
συνειδήσεις, μέσω αισθημάτων κατωτερότητας ή ανωτερότητας. Ο εκ των προτέρων
σχεδιασμός «πολυσήμαντων δομών», όπως στα υπό εξέταση ανάκτορα των τελικών
φάσεων, στόχευε στη διασφάλιση της ευημερίας και τη διατήρηση του ανακτορικού
θεσμού και του ιεραρχικού συστήματος εξουσίας και κυριαρχίας.
(EL)
This Master’s dissertation discusses the sensorial experience of the palaces of Knossos
and Pylos during their final remodeling phases, through an analysis of the bodily,
cognitive, and emotional impact of the reception of mural decorations within their
original architectural context. On the one side, previous research has sporadically
treated Knossian murals and architecture as a dynamic field of discourse. More recent
approaches have showcased them as carriers of socio-political and religious messages,
conveyed during ritual performances. On the other side, Pylian wall-paintings and their
architectural milieu have been studied separately, even though both have been
considered mediums for political messages and social interaction. Particularly,
extensive examinations of the Knossian and Pylian mural paintings have aimed to bring
up common features in the behavior of visitors and their movement as a medium of
political propaganda. In a similar manner, there are studies on the ability of architectural
settings to affect the movement of the spectators during palatial ceremonies. However,
the unity of structural and aesthetic cues to the daily experiences of diverse visitors has
been neither thoroughly nor systematically investigated.
This joint study, based on phenomenological theory, proposes a new methodological
approach, which emphasizes the dynamic relation between painted surfaces and
architectural configuration of the aforementioned palaces. In this framework, these two
interconnected elements have been examined as a medium, which conveyed symbolic
values, ideologies and socio-political strategies. This was achieved through produced
stimuli that differed to some extent in both quality and quantity at the Knossian and
Pylian palaces. Specifically, the two archaeological examples have been compared
conventionally in order to unravel the different ways of controlling the visibility, the
accessibility, the movement of the visitors, and their emotional responses. These
sensorial stimuli within and around the palaces served as mechanisms, triggering
individual reactions, reminding or even reforming social identities and restructuring
collective understandings of society through feelings of inferiority or superiority. A
forward planning of "meaningful structures", such as the aforementioned palaces in
their final phases, aimed at ensuring the well-being and continuity of the palatial
institution and its hierarchical system of power and authority.
(EN)