Η Ρευματοειδής Αρθρίτιδα (ΡΑ), η πιο κοινή φλεγμονώδης αυτοάνοση διαταραχή,
χαρακτηρίζεται από προσβολή των μικρών αρθρώσεων που οδηγεί συνήθως σε
προοδευτική καταστροφή των αρθρώσεων, ως αποτέλεσμα της χρόνιας υμενίτιδας.
Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι ο προσδιορισμός και η αξιολόγηση ορολογικών
και ανοσολογικών παραμέτρων σε Έλληνες ασθενείς με ΡΑ και η εκτίμηση του ρόλου
τους στη διάγνωση και στην πρόγνωση της εξέλιξης της νόσου.
Υλικό-Μέθοδοι: Η μελέτη συμπεριλαμβάνει δείγματα ορών από 426 ασθενείς, εκ των
οποίων οι 278 με διάγνωση ΡΑ (Ομάδα Α) και οι 148 με διάγνωση άλλου αυτοάνοσου
ή φλεγμονώδους νοσήματος (Ομάδα Β). Επιπλέον, δείγματα ορών από 32 υγιή άτομα
αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου. Οι εργαστηριακοί παράμετροι που αναζητήθηκαν
αφορούσαν τα επίπεδα του Ρευματοειδούς Παράγοντα (ΡΠ), της C-αντιδρώσας
πρωτεΐνης (CRP) και των C3, C4 παραγόντων του συμπληρώματος, με νεφελομετρία,
ενώ προσδιορίστηκαν οι τίτλοι των αντιπυρηνικών (ΑΝΑ) και των έναντι διπλής
έλικας DNA αντισωμάτων (αντι-dsDNA) με έμμεσο ανοσοφθορισμό, τα επίπεδα των
αντι-dsDNA με ραδιανοσολογική μέθοδο-RIA, τα αντισώματα έναντι εκχυλιζόμενων
αντιγόνων του πυρήνα (αντι-ΕΝΑ) με ELISA και ανοσοαποτύπωση, ενώ τα αντι-RΑ33,
αντι-CCP2, αντι-CCP3.1 και αντι-MCV αντισώματα καθώς και τα επίπεδα των τάξεων
IgG, IgA και IgM του ΡΠ, με ELISA.
Αποτελέσματα: α) η παρουσία θετικών ANA και αντι-RA33 αντισωμάτων καθώς και
παθολογικών τιμών CRP δεν φαίνεται να διαφέρει σημαντικά μεταξύ των ασθενών των
2 ομάδων, β) δεν βρέθηκε σημαντική διαφορά στα ποσοστά των θετικών αντι-Ro
αντισωμάτων, όμως καταγράφηκε σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό αντι-Ro52 στην
ομάδα Α συγκριτικά με την ομάδα Β (p=0.025), γ) τα ποσοστά των ασθενών με ΡΑ
που εμφάνισαν θετικά αντι-CCP2, αντι-CCP3.1, αντι-MCV και παθολογικές τιμές ΡΠ
ήταν σημαντικά υψηλότερα σε σύγκριση με τα αντίστοιχα ποσοστά της ομάδας Β
(p<0,001), με τα αντι-CCP2 να εμφανίζουν την υψηλότερη ευαισθησία και την
υψηλότερη θετική προγνωστική αξία και τα αντι-MCV την υψηλότερη ειδικότητα, σε
σύγκριση με τους λοιπούς δείκτες, δ) τα αντι-CCP2, αντι-CCP3.1 και τα αντι-MCV
εμφανίζουν σημαντική προγνωστική ικανότητα για την εξέλιξη της «αδιευκρίνιστης
αρθρίτιδας» σε ΡΑ, 6 μήνες μετά τη διάγνωση, ε) καταγράφηκε θετική συσχέτιση
της μεταβολής του δείκτη δραστηριότητας της νόσου (DAS28) με τα επίπεδα των
αντι-MCV (r=0,69, p<0,001) και στ) ο βαθμός μεταβολής των επιπέδων όλων των
παραμέτρων δεν επηρεάζεται από το θεραπευτικό σχήμα που ακολουθούσαν οι
ασθενείς για χρονικό διάστημα 2 ετών.
Συμπέρασμα: Τα αντι-CCP2 και ο ΡΠ αποτελούν δείκτες για την πρόγνωση, τη
διάγνωση και την πρόβλεψη εξέλιξης της νόσου, ενώ τα αντι-MCV αναδεικνύονται ως
αξιόπιστη παράμετρος για την παρακολούθηση της ενεργότητας της νόσου.
(EL)
Rheumatoid Arthritis (RA), the most commonly occurring autoimmune disorder, if
untreated leads progressively to permanent joint damage and disability.
The aim of this study is the detection and measurement of biomarkers and
autoantibodies in Greek patients with RA, the evaluation of their role in the
diagnosis of RA and the prediction of the evolution of RA.
Material and methods: A total of 426 patients were included in the study. Of
those 278 were diagnosed as having RA (group A) and 148 suffered from other
autoimmune or inflammatory diseases (group B). Moreover, 32 blood donors were
included as healthy controls. The laboratory tests applied in the serum samples
included: 1) the measurement of Rheumatoid Factor (RF), of C-Reactive Protein
(CRP) and of complement factors C3, C4 by nephelometry, 2) the titration of
antinuclear (ANA) and anti-double stranded DNA (anti-dsDNA) using indirect
immunofluorescence, 3) the detection of autoantibodies to extractable nuclear
antigens (anti-ENA) using ELISA and Immunoblotting, and 4) the anti-RA33,
anti-CCP2, anti-CCP3.1, anti-MCV antibodies and the RF IgG, IgM and IgA
classes, using ELISA.
Results: a) the presence of positive ANA and anti-RA33 antibodies or of
abnormal CRP values does not differ significantly between the two groups, b)
there was no significant difference in the percentages of positive anti-Ro
antibodies between the two groups, however the investigation of the specificity
of the anti-Ro antibodies showed a higher percentage of anti-Ro52 antibodies in
the group A samples in comparison with group B (p= 0.025), c) the percentage of
RA patients with positive anti-CCP2, anti-CCP3.1, anti-MCV antibodies and
abnormal RF values was significantly higher in group A in comparison to group B
(p< 0.001). Concerning the criteria of sensitivity and specificity it was
shown that anti-CCP2 antibodies have a higher sensitivity, whereas anti-MCV
antibodies presented a higher specificity compared to the other markers, d)
regarding the evolution of the prospective cohort of patients with
undifferentiated arthritis which evolved into RA (within a six months period)
it was shown that anti-CCP2, anti-CCP3.1 and anti-MCV antibodies had a
significant prognostic value, e) a positive correlation was found with the
index for disease activity (DAS28) and the levels of anti-MCV antibodies
(r=0.69, p<0.001), and f) the investigation of the effect of treatment in
patients with RA and follow up for a 2 years period showed no significant
change in the levels of any of the parameters studied following treatment
interventions.
Conclusions: The combination of RF and anti-CCP2 is of great importance for the
diagnosis, prognosis and prediction of the course of RA, moreover the anti-MCV
antibodies represent the most important marker for assessing disease activity.
(EN)