ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο σκοπός της έρευνας ήταν η συγκριτική μελέτη της απόδοσης ενός ταχέος
πρωτοκόλλου απεικόνισης της μυοκαρδιακής αιμάτωσης με τη χρήση 99mTc.
ΜΕΘΟΔΟΙ
68 ασθενείς υποβλήθηκαν σε δυο διαδοχικές σπινθηρογραφικές μελέτες απεικόνισης
της μυοκαρδιακής αιμάτωσης με τεχνική Gated-SPECT και χρήση σωματικής κόπωσης σε
κυλιόμενο τάπητα. Στην πρώτη μελέτη η απεικόνιση πραγματοποιήθηκε 15 λεπτά
(πρώιμη απεικόνιση, Τ1 πρωτόκολλο) και στη δεύτερη 45 λεπτά (καθυστερημένη η
συνήθως χρησιμοποιούμενη απεικόνιση, Τ2 πρωτόκολλο) μετά τη χορήγηση του
ραδιοφαρμάκου, τόσο μετά από κόπωση όσο και σε ηρεμία. Για κάθε πρωτόκολλο
μετρήθηκαν οι κρούσεις
στην καρδία (Η), το ήπαρ (Liv) και την υποδιαφραγματική περιοχή (Sub) και η
ποιότητα απεικόνισης και εκτιμήθηκαν παράμετροι που σχετίζονται με τη
μυοκαρδιακή αιμάτωση
(συνολικό σκορ ελλείμματος σε ηρεμία [SRS], κόπωση [SSS] και η διαφορά αυτών
[SDS], μυοκαρδιακή μάζα σε ισχαιμία) και τη λειτουργικότητα της αριστερής
κοιλίας (συνολικό
κλάσμα εξωθήσεως, τελοσυστολικός και τελοδιαστολικός όγκος και τμηματικά σκορ
κινητικότητας και πάχυνσης). Στη συνέχεια έγινε σύγκριση των παραμέτρων αυτών
μεταξύ
των δύο πρωτοκόλλων με τη χρήση κατάλληλων στατιστικών μεθόδων. Επίσης, σε
όλους τους ασθενείς πραγματοποιήθηκε στεφανιογραφικός έλεγχος εντός δύο μηνών
από τη
διενέργεια της μελέτης της μυοκαρδιακής αιμάτωσης και με τη χρήση ανάλυσης ROC
έγινε σύγκριση της διαγνωστικής ακρίβειας των δύο πρωτοκόλλων για την ανίχνευση
στενώσεων
μεγαλύτερων του 50% της διαμέτρου του αυλού των στεφανιαίων αρτηριών.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Συνολικά, η ποιότητα των εικόνων βαθμολογήθηκε ως καλή ή άριστη σε 67 (98%)
μελέτες του καθιερωμένου πρωτοκόλλου και 65 (95%) μελέτες του ταχέος
πρωτοκόλλου (p=0,5). Οι
λόγοι κρούσεων H/Liv και ο λόγος H/Sub στην κόπωση ήταν παρόμοιοι στα δύο
πρωτόκολλα, όμως ο λόγος H/Sub σε ηρεμία ήταν μικρότερος στο Τ1 (P= 0,04). Το
SSS [10
(0-46) vs 9 (0-36), P= 0,003] και το SDS [3 (0-35) vs 2 (0-34), P= 0,03] ήταν
υψηλότερα στο Τ1 πρωτόκολλο. Το συνολικό κλάσμα εξωθήσεως της αριστερής κοιλίας
ήταν παρόμοιο μεταξύ των δύο πρωτοκόλλων, ενώ τα σκορ κινητικότητας και
πάχυνσης ήταν μεγαλύτερα στην πρώιμη απεικόνιση. Μια πολύ σημαντική γραμμική
συσχέτιση (p<0,001), με κλινικά
ασήμαντες μέσες διαφορές στην ανάλυση Bland-Altman παρατηρήθηκε για όλα τα
σχετιζόμενα με τη μυοκαρδιακή αιμάτωση και τη λειτουργικότητα της αριστερής
κοιλίας
δεδομένα. Η ευαισθησία ήταν 80% για το Τ1 και 78% για το Τ2 πρωτόκολλο, η
ειδικότητα ήταν 65% και για τα δύο πρωτόκολλα ενώ η διαγνωστική ακρίβεια, όπως
αυτή εκτιμήθηκε
μέσω της AUC [0,75 (0,62-0,84 95% CIs) για το Τ1 και 0,71 (0,58-0,81 95% CIs)
για το Τ2], δεν διέφερε μεταξύ των δυο πρωτοκόλλων (p=0,3).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Το ταχύ πρωτόκολλο είναι τεχνικά εφικτό και διαγνωστικά ακριβές σε σχέση με το
καθιερωμένο πρωτόκολλο.
(EL)
INTRODUCTION
The purpose of this research project was to comparatively evaluate the
feasibility and
performance of a fast myocardial perfusion imaging (MPI) protocol with the use
of 99mTc .
METHODS
68 patients underwent two sequential gated-SPECT, myocardial perfusion imaging
studies
(MPI) using treadmill exercise as a stressor. The first imaging sequence
started at 15 (Early
Imaging, T1 protocol) and the second at 45 (Late Imaging, T2 protocol) minutes
post 99mTcinjection,
at both stress and rest. For each protocol the following parameters were
measured: counts over heart (H), liver (Liv) and subdiaphragmatic space (Sub),
image quality,
myocardial perfusion related variables (summed stress-SSS, summed rest-SRS and
summed
difference-SDS=SSS-SRS scores and ischemic myocardium mass) and left
ventricular function
related variables (global ejection fraction, end-diastolic and end-systolic
volumes and scores
of regional wall thickening and motion). Subsequently, these parameters were
compared
between the two protocols using appropriate statistical methods. Coronary
angiography was
performed in all patients within 2 months from MPI, and ROC analysis was used
to compare
the diagnostic accuracy for the detection of 50% diameter luminal stenosis.
RESULTS
Overall, image quality was graded as optimal-good in 65 (95%) of T1 and 67
(98%) of T2
studies (p=0,5). H/Liv and stress H/Sub ratios were similar, but rest H/Sub
ratio was lower in
T1 protocol (p=0,004). SSS [10 (0 to 46) vs 9 (0 to 36), p=0,03] and SDS [3 (0
to 35) vs 2 (0 to
34), p=0,03] were higher in T1 protocol. Global left ventricular ejection
fraction did not
differ between the two protocols, but motion and thickening scores were higher
in T1
protocol. A highly significant (p < 0,001) linear relationship with clinically
negligible mean
differences in Bland-Altman analysis was observed for all perfusion and
function-related
data. Sensitivity was 80% for T1 and 78% for T2 protocol, specificity was 65%
for both
protocols, while diagnostic accuracy, as evaluated by AUC [0,75 (0,62-0,84 95%
CIs) for T1
and 0,71 (0,58-0,81 95% CIs) for T2] was similar between the two protocols
(p=0,3).
CONCLUSIONS
The fast protocol is technically feasible and diagnostically accurate compared
to the
established protocol.
(EN)