To Κοιμητήριο της Αναστάσεως: Όψεις και Εξέλιξη της Ταφικής Τέχνης του Πειραιώς μέσα από Μνημεία της Περιόδου 1849-1940

Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών   

Αποθετήριο :
Πέργαμος   

δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*



To Κοιμητήριο της Αναστάσεως: Όψεις και Εξέλιξη της Ταφικής Τέχνης του Πειραιώς μέσα από Μνημεία της Περιόδου 1849-1940

Γιοχάλας Μιχαήλ (EL)
Giohalas Michael (EN)

born_digital_postgraduate_thesis
Διπλωματική Εργασία (EL)
Postgraduate Thesis (EN)

2018


Η κοιμητηριακή γλυπτική αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της νεοελληνικής δημιουργίας, πεδίο ενεργού δραστηριότητος όλων των μεγάλων γλυπτών του 19ου αιώνος και του πρώτου μισού του 20ού. Στόχος αυτής της εργασίας υπήρξε η μελέτη ενός σημαντικού αλλά εν πολλοίς αγνώστου κοιμητηρίου, αυτού της Αναστάσεως του Πειραιώς. Αν και η λειτουργία του ξεκινά το 1909, εκρίθη σκόπιμο να τεθεί ως αρχή της προς εξέτασιν περιόδου το 1849, έτος φιλοτεχνήσεως του παλαιοτέρου σωζομένου έργου, μεταφερθέντος εκεί από την αρχική του θέση, το καταργηθέν σήμερα κοιμητήριο του Αγίου Διονυσίου. Ως απώτατο χρονικό σημείο επελέγη το 1940, έτος ενάρξεως του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου και μεταβάσεως στον ουσιωδώς διαφορετικό μεταπολεμικό κόσμο. Ακολούθησε η καταγραφή και φωτογράφιση των έργων όλης της εκτάσεως του κοιμητηρίου, συμπεριλαμβανομένων του προτεσταντικού και του καθολικού τμήματος, ενώ η τελική επιλογή πραγματοποιήθηκε βάσει του τύπου και του χρόνου δημιουργίας τους, με στόχο την συναρμολόγηση μιας όσο το δυνατόν ακριβούς εικόνας της υπαίθριας αυτής γλυπτοθήκης. Η μέτρηση, περιγραφή και ανάλυση των παρουσιασθέντων μνημείων έγινε με τα εργαλεία της ιστορίας της τέχνης, αναζητώντας πρότυπα, παράλληλα και προτείνοντας βάσει αυτών αποδόσεις ανυπογράφων έργων σε γλύπτες της εποχής. Τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου αφενός να συγκριθεί η κοιμητηριακή τέχνη του Πειραιώς με αυτήν των Αθηνών πρωτίστως, αλλά και της υπόλοιπης Ελλάδος και αφετέρου να εξαχθούν ορισμένα γενικά συμπεράσματα περί της εξελίξεως των ταφικών τύπων στην πάροδο των δεκαετιών από τα μέσα του 19ου αιώνος έως το 1940. Κατέστη σαφής η συμπόρευση σε καλλιτεχνικό επίπεδο του κοιμητηρίου της Αναστάσεως με τα υπόλοιπα γνωστά κοιμητήρια της χώρας• όλοι σχεδόν οι γνωστοί τύποι ταφικών μνημείων εμφανίζονται σε αυτό, ενίοτε ως φωτογραφικού χαρακτήρος αναπαραγωγές. Πρακτικές συνήθεις στην νεοελληνική ταφική γλυπτική όπως η αντιγραφή μορφών «ως εκ καταλόγου» ή η δημιουργία νεκρικών προτομών βάσει φωτογραφιών, απαντώνται και εδώ. Η τυπολογική, τέλος, εξέλιξη ακολουθεί το ήδη παρατηρηθέν σε άλλα κοιμητήρια σχήμα της μεταβάσεως από την παράσταση στην αφαίρεση• τα μεγάλα και πολυδάπανα έργα του νεοκλασικισμού και του ακαδημαϊκού ρομαντισμού, γλυπτά ή αρχιτεκτονικά, παραχωρούν την θέση τους σε διατυπώσεις χαμηλοτέρων καλλιτεχνικών αξιώσεων, όλο και πιό ουδέτερες, με ελάχιστες εξαιρέσεις να επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Όπως διακρίνεται και στο κοιμητήριο της Αναστάσεως, στην αυγή του μεταπολεμικού κόσμου στην Ελλάδα έχει ήδη συντελεστεί ο περιορισμός του ταφικού μνημείου αυστηρώς στην πρωτογενή αποστολή του, με την τέχνη να περιορίζεται συνήθως σε ρόλο διακοσμητικό ή να απουσιάζει παντελώς από αυτό. (EL)
Funerary sculpture is an indispensable part of modern greek art, a field of vigorous activity of every renown sculptor of the 19th and the first half of the 20th century in Greece. The purpose of this essay has been the study of the important, however unknown cemetery of Anastasis, in Piraeus, Athens. Although the cemetery had been in use from 1907 until 1997, it was deemed appropriate to place the beginning of the period of study in 1849, when the oldest surviving work of art was created, moved there from its older place, the lost today cemetery of St. Dionysios. As a final point the year 1940 was chosen, the landmark of transition to the fundamentally different post-war world. Following the establishment of the period, the works of the cemetery, including the ones of the protestant and catholic departments, were photographed and basic information about them was recorded. The final choice of the monuments presented was realised in reference with the type and time of their creation, in order for a complete image of this “outdoors museum” to be presented to the reader. Measurements of their dimensions were taken, their basic form described and artistic qualities analysed. The extrapolated data was used in a comparison of the funerary art of Piraeus with that of Athens and rest of Greece, and in the formation of general conclusions, regarding the typological evolution during the decades, from the middle of the 19th century to 1940. It seems that the cemetery of Anastasis is in line with the other cemeteries of the country. Almost every known type of funerary monument appears and common practices of modern greek funerary sculpture, as the reproduction of whole monuments or the creation of portraits and busts according to photographs of the dead are present here also. Finally, the typologic evolution follows the already observed in other cemeteries scheme of the transition from representation to abstraction. The pompous and expensive works of neoclassicism and academic romanticism give their place to artistic expression of an increasingly lower calibre, more and more neutral, with few exceptions serving as proof of the general rule. As it is obvious in the cemetery of Anastasis, at the dawn of the post-war era in Greece the return of the funerary monument to its original role has been completed, with art being confined in a secondary, decorative role or absent completely. (EN)

Καλές Τέχνες - Ψυχαγωγία

Καλές Τέχνες - Ψυχαγωγία (EL)
Fine arts - Entertainment (EN)

Ελληνική γλώσσα

Σχολή Φιλοσοφική » Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας » ΠΜΣ Ιστορίας και Αρχαιολογίας » Κατεύθυνση Ιστορία της Νεότερης Τέχνης
Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης » Βιβλιοθήκη Φιλοσοφικής Σχολής

https://creativecommons.org/licenses/by-nc/4.0/




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των αντίστοιχων Φορέων περιεχομένου.