«Το Υπερατλαντικό Δουλεμπόριο και η σχέση του με την οικονομία, την αποικιακή πολιτική και την επέκταση της Αγγλίας/Βρετανίας στην Καραϊβική, 1660 - 1739»

Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών   

Αποθετήριο :
Πέργαμος   

δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*



«Το Υπερατλαντικό Δουλεμπόριο και η σχέση του με την οικονομία, την αποικιακή πολιτική και την επέκταση της Αγγλίας/Βρετανίας στην Καραϊβική, 1660 - 1739»

Γιαννάτος Χρήστος (EL)
Giannatos Christos (EN)

born_digital_postgraduate_thesis
Διπλωματική Εργασία (EL)
Postgraduate Thesis (EN)

2021


Κατά τον 18ο αιώνα το Υπερατλαντικό Δουλεμπόριο φθάνει στο απόγειό του, με τα βρετανικά πλοία να μεταφέρουν μεγαλύτερο αριθμό δούλων στο Νέο Κόσμο από τις υπόλοιπες αποικιοκρατικές δυνάμεις. Παράλληλα, η Βρετανία επεκτείνει σημαντικά τις υπερπόντιες κτήσεις της στο δυτικό ημισφαίριο και ιδιαίτερα στην Καραϊβική. Για αυτόν το λόγο, επιλέχθηκε το συγκεκριμένο θέμα, προκειμένου να παρουσιαστεί η σχέση της αγγλο-βρετανικής αποικιακής επέκτασης με την ηγετική θέση που κατείχε το Λονδίνο στον τομέα του δουλεμπορίου. Το πρώτο κεφάλαιο πραγματεύεται τις απαρχές του Υπερατλαντικού Δουλεμπορίου και του Ατλαντικού οικονομικού συστήματος. Τα ιβηρικά βασίλεια αποτέλεσαν τους πρωτοπόρους στον τομέα του δουλεμπορίου, τόσο ως αγοραστές (η Ισπανία) όσο και ως διακινητές (η Πορτογαλία). Η πρώτη ενασχόληση των Άγγλων με το δουλεμπόριο είχε τη μορφή μεμονωμένων αποστολών που κύριο σκοπό είχαν την παρενόχληση του αποικιακού εμπορίου της Μαδρίτης και όχι τη διάθεση δούλων στις αγγλικές αποικίες της Καραϊβικής, καθώς οι υπάρχουσες παραγωγικές τους δομές καλύπτονταν από Ευρωπαίους εργάτες. Η κατάληψη της Τζαμάικα (1655) και η ψήφιση της πρώτης Πράξης Ναυσιπλοΐας (1651) θα σημάνουν την έναρξη μίας πιο επιθετικής αγγλικής εμπλοκής στην Ατλαντική Οικονομία. Κατά το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα το Λονδίνο θα ασχοληθεί ενεργά με το Υπερατλαντικό Δουλεμπόριο, εντάσσοντάς το στο κυβερνητικό πρόγραμμα εξωτερικής και αποικιακής πολιτικής. Στο δεύτερο κεφάλαιο αναλύεται ο τρόπος με τον οποίο οι Άγγλοι επιχείρησαν να ελέγξουν και να διεξαγάγουν το δουλεμπόριο, στα πλαίσια μίας μερκαντιλιστικής οικονομικής θεώρησης. Η Βασιλική Αφρικανική Εταιρεία ιδρύεται το 1660 και λαμβάνει το προνόμιο από το Στέμμα ώστε να είναι ο μοναδικός προμηθευτής δούλων στις βρετανικές αποικίες. Οι ευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί μεταφέρονται στην αφρικανική ακτή (Γκάνα) και Πορτογάλοι, Άγγλοι, Γάλλοι και Ολλανδοί κατασκευάζουν οχυρά στις ακτές μέσω των οποίων εμπορεύονται με τους τοπικούς ηγεμόνες. Εκείνη την περίοδο παρουσιάζεται άνοδος στη ζήτηση για δούλους λόγω και της δημιουργίας φυτειών ζάχαρης στην Καραϊβική, οι οποίες ζητούν πολλά εργατικά χέρια. Το τέλος του 17ου αιώνα θα βρει τους Άγγλους νικητές στη Δυτική Αφρική, ωστόσο το κρατικό μονοπώλιο στο δουλεμπόριο θα καταργηθεί, καταδεικνύοντας την αλλαγή των συσχετισμών στην αγγλική πολιτική ζωή. Το τρίτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην ίδια την Καραϊβική και στις αγορές των δούλων. Εξετάζεται η έκταση των βρετανικών αποικιών την αρχή του 18ου αιώνα, αλλά και η σύσταση των τοπικών κοινωνιών με τις ντόπιες ελίτ. Ιδιαίτερη μνεία δίνεται στο νησί της Τζαμάικα και στο ρόλο της ως το κέντρο της βρετανικής Καραϊβικής. Η Τζαμάικα μετά την κατάληψή της γίνεται αρχικά πόλος έλξης περισσότερο τυχοδιωκτών και λιγότερο απεσταλμένων του Στέμματος και λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητα από την αυτοκρατορική γραμμή. Πειρατές και κουρσάροι πραγματοποιούν επιδρομές είτε σε κοντινές ισπανικές αποικίες είτε πλοία άλλων ευρωπαϊκών κρατών, μεταξύ αυτών και δουλεμπορικών και ο πληθυσμός των δούλων στο νησί αυξάνεται ραγδαία το τελευταίο τέταρτο του 17ου αιώνα, λόγω και της αυξημένης ζήτησης. Το τέταρτο κεφάλαιο καλύπτει τις οικονομικές παραμέτρους του δουλεμπορίου. Εξετάζεται η δομή του τριγωνικού εμπορίου, στη μορφή που βρισκόταν στις αρχές του 18ου αιώνα, η σημασία των αγροτικών προϊόντων της Καραϊβικής για τις ευρωπαϊκές αγορές, ενώ ιδιαίτερη μνεία γίνεται στις πρώιμες αγορές ομολόγων και μετοχών, στο Λονδίνο κατά τον 17ο και 18 αιώνες. Σημαντική κρίνεται και η δημιουργία την Εταιρείας των Νοτίων Θαλασσών, στην οποία ανατέθηκε η διευρυμένη βρετανική εμπλοκή στο δουλεμπόριο. Η παραπάνω εταιρεία αντλούσε το κεφάλαιό της και μέσω του βρετανικού κοινού και αποτέλεσε το όχημα για την βρετανική επέκταση στο δυτικό ημισφαίριο κατά τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα. Στον επίλογο συνοψίζονται τα συμπεράσματα των επιμέρους κεφαλαίων αναδεικνύοντας τους πολιτικούς και οικονομικούς λόγους που ώθησαν το Λονδίνο να αποκτήσει ηγετική θέση στο Υπερατλαντικό Δουλεμπόριο. (EL)
In the 18th century the Transatlantic Slave Trade reached its peak, with British ships carrying a larger number of slaves to the New World than the rest of the colonial powers. At the same time, Britain is significantly expanding its overseas holdings in the Western Hemisphere and particularly in the Caribbean. For this reason, this topic was chosen to present the relationship between Anglo-British colonial expansion and the leading position held by London in the field of the slave trade. The first chapter deals with the beginnings of the Transatlantic Slave Trade and the Atlantic economic system. The Iberian kingdoms were the pioneers in the field of the slave trade, both as buyers (Spain) and as traffickers (Portugal). The First occupation of the English with the slave trade was in the form of individual missions whose main purpose was to harass Madrid’s colonial trade and not to place slaves in the English colonies of the Caribbean, as their existing productive structures were covered by European workers. The conquest of Jamaica (1655) and the passing of the first Act of Navigation (1651) will mark the beginning of a more aggressive English involvement in the Atlantic Economy. During the second half of the 17th century, London was actively engaged in the Transatlantic Slave Trade, integrating it into the government's foreign and colonial agenda. The second chapter analyzes the way in which the English attempted to control and conduct the slave trade, in the context of a mercantilist economic view. The Royal African Company was founded in 1660 and received the privilege of the Crown to be the sole supplier of slaves to the British colonies. European rivalries are transported to the African coast (Ghana) and Portuguese, English, French and Dutch build forts on the coast through which they trade with local rulers. At that time there was an increase in demand for slaves due to the creation of sugar plantations in the Caribbean, which require a lot of labor. The end of the 17th century will find the English victorious in West Africa, but the state monopoly on the slave trade will be abolished, demonstrating the change in the correlations in English political life. The third chapter is devoted to the Caribbean itself and to the markets of the Slave Trade. The extent of the British colonies at the beginning of the 18th century is examined, as well as the constitution of local communities with the local elites. Special mention is given to the island of Jamaica and its role as the center of the British Caribbean. After its conquest, Jamaica initially becomes a hub for adventurists and less emissaries of the Crown and operates largely independently of the imperial line. Pirates and corsairs raid either nearby Spanish colonies or ships of other European states, including slave trading ones, and the population of slaves on the island is growing rapidly in the last quarter of the 17th century. The fourth chapter covers the economic parameters of the slave trade. The structure of triangular trade, in the form it was in the early 18th century, the importance of Caribbean agricultural products for European markets, is examined, while reference is made to the early bond and equity markets in London in the 17th and 18 centuries. The creation of the South Sea Company, which was assigned the expanded British involvement in the slave trade, is also considered important. The company also raised its capital through the British public and was the vehicle for British expansion into the Western Hemisphere in the first decades of the 18th century. The epilogue summarizes the conclusions of the individual chapters, highlighting the political and economic reasons that prompted London to become a leader in the Transatlantic Slave Trade. (EN)

Ιστορία

Ιστορία (EL)
History (EN)

Ελληνική γλώσσα
Αγγλική γλώσσα

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης » Βιβλιοθήκη Φιλοσοφικής Σχολής
Σχολή Φιλοσοφική » Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας » ΠΜΣ Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία και Ιστορία της Τέχνης » Κατεύθυνση Ευρωπαϊκή Ιστορία

https://creativecommons.org/licenses/by-nc/4.0/




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των αντίστοιχων Φορέων περιεχομένου.