Αυτή η πτυχιακή είναι μια αποαποικιοκρατική, μεταφεμινιστική προσέγγιση στη
σουρεαλιστική αυτοβιογραφία Aveux Non Avenus (1930) του Claude Cahun και των δύο
αυτοπορτρέτων του, που χρονολογογούνται το 1927 και το 1928 αντίστοιχα. Λόγω της
ενασχόλησής του με τις θεματικές του queerness, της παραγωγής ταυτότητας και της
“παράστασης,” το έργο του Cahun έχει απασχολήσει αρκετά διανοητ@, ακόμη και έναν
αιώνα μετά την δημοσίευσή του. Η ακαδημαϊκή έρευνα έχει εδρεώσει τη παρουσία του
κουιρ καλλιτέχνη και έχει ξεδιπλώσει την τεράστια συνεισφορά του στο Σουρεαλισμό,
παρά την ανοιχτά ομοφοβική ατζέντα του κινήματος. Η κατηγοριοποίηση του Cahun ως
“Γυναίκα στο Σουρεαλισμό” και ο αυθαίρετος προσδιορισμός του ως λεσβία, καθιστά
όμως ένα νέο είδος βίας, πάνω σε έναν καλλιτέχνη που έχει δηλώσει ξεκάθαρα:
Αρρενωπότητα; Θηλυκότητα; Εξαρτάται από τη συνθήκη. Το ουδέτερο είναι το μόνο
γένος που μου ταιριάζει πάντα. (Cahun 232). Οι πολλαπλές αναφορές του Cahun στη
Δυσφορία Φύλου, τόσο στις φωτογραφίες όσο και στα γραπτά του, καθώς και η
αμφίβολα έμφυλη (και άφυλη) γλώσσα που χρησιμοποιεί στην αυτοβιογραφία του,
αποτελούν απόδειξη για την τρανς ύπαρξη και ταυτόχρονα την απουσία της από το
αρχείο της Ιστορίας και της Λογοτεχνίας. Αυτή η ανάλυση αντιστέκεται, λοιπόν,
συνειδητά στην (επανα)τοποθέτηση της Δυτικής επιστημολογίας πάνω σε αυτές της
λογοτεχνικές μορφές που δημιουργούν μια δική τους γλώσσα και αντι-επιστημολογία,
και έτσι, η ενεργοποίηση των θεωρητικών μεθόδων είναι μόνο συμπληρωματική των
Σουρεαλιστικών και Dada τεχνικών του Cahun. Επειδή οι Σουρεαλιστές ήταν
επηρεασμένοι από τις θεωρίες του Φρόιντ και του Λακάν, έχει νόημα να εξετάσουμε το
πώς ο καλλιτέχνης επανοικιοποιείται τις (τρανσφοβικές) πρακτικές της ψυχανάλυσης. Το
τρανς άτομο, δραματοποιεί ξανά (μπροστά στον καθρέφτη) την προσπάθεια για
ταυτοποίηση, μια διαδικασία που πάντα αποτυγχάνει κατά το Mirror-Stage του Λακάν.
Μη μπορώντας να αποκτήσει την ταυτότητά του, επιστρέφει σ’ αυτό το στάδιο, μόνο και
μόνο για να επιβεβαιώσει ότι η ταυτότητα—η ύπαρξη για τον Σάρτ—δεν μπορεί να είναι
ποτέ προσβάσιμη. Η ύπαρξη δεν μπορεί να παραχθεί ποτέ μέσα (ή από) το συνειδητό.
Αντίστοιχα, η λεγόμενη “ταυτότητα φύλου” δε θα μπορέσει ποτέ να αποκτηθεί μέσα από
μια (συνειδητή) επανάληψη έμφυλων ενεργειών. Ο Cahun λοιπόν που συνειδητοποιεί ότι η επιτέλεση (και όχι η επιτελεστικότητα της Μπάτλερ) είναι το μόνο που υπάρχει, τη
μετατρέπει σε στρατηγική για την αποαποικιοποίηση της ύπαρξής του: Η Ναρκισσιστική
επιτέλεση αμφισβητεί, μέσω της παρωδίας, την σταθερότητα του Θεού και τη
“διατήρηση” του φύλου, που προσιδιάζει σε θρησκευτική απολυταρχία. Η προσθετική
επιτέλεση αμφισβητεί την φυσικότητα των “βιολογικών” οργάνων και τα αντικαθιστά με
προσθετικά όργανα (μάσκες και μακιγιάζ) τα οποία γίνονται πλέον η μόνη αλήθεια όσων
αφορά την επιτέλεση/έκφραση της ταυτότητaς: “Κάτω από αυτή τη μάσκα μια άλλη
μάσκα. Δεν θα σταματήσω ποτέ να αφαιρώ πρόσωπα.” Υποστηρίζω, λοιπόν, ότι οι
“Χαμένες Εξομολογήσεις¨ (μαζί με τα σουρεαλιστικά φωτομοντάζ) καθώς και τα
αυτοπορτραίτα του Cahun προτείνουν τρόπους να υπάρξει κανείς διαφορετικά (τρόπους που το τρίτο ρεύμα φεμινισμού δε μπόρεσε να συλλάβει και να προτείνει) και που απαιτούν μια αποφασιστική στροφή από την έμφυλη γλώσσα και την επιστημολογία του φύλου. Μια τέτοια στροφή θα επιτρέψει τη ριζοσπαστική αναθεώρηση της τρανς ύπαρξης στο Σουρεαλισμό, το μοντερνισμό και το λογοτεχνικό αρχείο γενικότερα (ξεκινώντας με τον Claude Cahun). Ταυτόχρονα θα επιτρέψει μια αναθεώρηση (και σταδιακή εξάλειψη) των περιοριστικών κατηγοριών, όπως το “βιολογικό” φύλο, το φύλο, και η έκφραση φύλου, υποδεικνύοντας ένα είδος λόγου που επικυρώνει την επιτέλεση ως το μόνο (υφιστάμενο) στοιχείο του σώματος.
(EL)
This dissertation is interested in a decolonial, post-feminist reading of Claude Cahun’s
surrealist autobiography Aveux non Avenus (1930) and two of his Self-Portraits,
produced in 1927 and 1928 accordingly. Due to its preoccupation with the themes of
queerness, identity formation and performance, Cahun’s oeuvre has been the center of
attention of several scholars, even a century after its publication. Research has thus
solidified the queer artist’s presence and unfolded his immense contribution to
Surrealism, despite the movement’s openly homophobic agenda. However, by classifying
Cahun under “Women in Surrealism” and forcefully discussing his “lesbian” identity, a
second violence has been done, upon an artist (and a persona) that has clearly stated;
“Masculine? Feminine? It depends on the situation. Neuter is the only gender that always
suits me” (Cahun 232). In addition, Cahun’s multiple allusions to gender dysphoria
throughout his writings and photographs as well as the gender ambiguous/genderless
language he deploys in his autobiography are simultaneously evidence of trans existence
and trans absence from the historical and literary archive. This analysis thus consciously
resists the (re)imposition of Western epistemology upon these literary forms that are
creating a language and a counter-epistemology of their own, and the evocation of
theoretical frameworks is only to test them next to Cahun’s Surrealist and Dadaist
techniques; Since Surrealists were influenced by the theorizations of Freud and Lacan it
is worth examining how the trans artist reappropriates the (transphobic) episteme of
psychoanalysis; The transgender subject is restaging (before the mirror) his attempt for
identification, a process that was destined to fail during the Lacanian Mirror Stage:
Unable to possess his identity, he returns to this stage, only to testify to the fact that
identity- or being in Jean-Paul Sartre’s terms- will never be accessed; Being will never be
produced in (or by) consciousness; In a similar fashion, the so-called “gender identity”
will never by acquired through a (conscious) repetition of gender(ed) acts. Cahun thus
who realizes that performance (and not the Butlerian performativity) is all there is,
transforms it into a strategy aimed towards the decolonization of his existance:
Narcissistic performance questions, through parody the fixity of God and the
sustainability of gender, which resembles religious absolutism. Prosthetic performance
questions the naturality of “biological” organs and replaces them with prosthetic ones
(masks or make-up) which become the only existing truth about his performance/iteration of identity: Sous ce masque un autre masque. Je n’en finirai pas de soulever tous ses visages. I thus argue that Aveux Non Avenus (including the surrealist photomontages) and Cahun’s Self-Portraits have proposed ways to exist otherwise (ways that the third wave feminism is unable to conceive and protract) and which require a decisive turn from gendered language and the epistemology of gender. This movement will allow for a radical rethinking of trans* presence in Surrealism, modernism and the literary archive at large (starting with Claude Cahun). At the same time, it will enable reconfiguration (and gradual elimination) of the confining categories of sex, gender and gender expression, pointing towards a discourse that ratifies performance as the only (extant) element of the body.
(EN)