Μελέτη της κλινικής εικόνας ασθενών με κρανιογναθικές διαταραχές μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας τους

Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών   

Αποθετήριο :
Πέργαμος   

δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*



Μελέτη της κλινικής εικόνας ασθενών με κρανιογναθικές διαταραχές μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας τους

Σύρκου Ειρήνη (EL)
Syrkou Eirini (EN)

born_digital_postgraduate_thesis
Διπλωματική Εργασία (EL)
Postgraduate Thesis (EN)

2023


Η αντιμετώπιση των ασθενών που πάσχουν από Κρανιογναθικές Διαταραχές πρέπει να είναι συντηρητική και αντιστρεπτή. Υπάρχουν πολλές μελέτες για την αποτελεσματικότητα συντηρητικών θεραπειών βραχυπρόθεσμα, ωστόσο χρειάζονται παραπάνω έρευνες για τη μακροχρόνια διατήρηση του θεραπευτικού αποτελέσματος. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η εξέταση των ασθενών 6 μήνες και 12 μήνες μετά το πέρας της θεραπείας τους και η διερεύνηση της πορείας των συμπτωμάτων τους. Το υλικό της μελέτης αποτέλεσαν 30 ασθενείς που ολοκλήρωσαν τη θεραπεία τους στην Κλινική Αντιμετώπισης Στοματοπροσωπικού Πόνου του ΕΚΠΑ τα ακαδημαϊκά έτη 2018-2020. Η αντιμετώπιση των ασθενών έγινε με κύρια μέσα τη χρήση επίπεδου νάρθηκα σταθεροποίησης, οδηγίες τροποποίησης συμπεριφοράς και σε ορισμένες περιπτώσεις κινησιοθεραπεία. Χρησιμοποιήθηκαν οι φάκελοι των ασθενών για την αρχική και τελική εξέταση και τα ίδια στοιχεία καταγράφηκαν και στις επανεξετάσεις, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με βάση το πρωτόκολλο της Κλινικής Αντιμετώπισης Στοματοπροσωπικού Πόνου. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η εικόνα των ασθενών βελτιώθηκε σε στατιστικά σημαντικό βαθμό σε σχέση με την αρχική εικόνα ως προς τη βαρύτητα της δυσλειτουργίας, τα υποκειμενικά ενοχλήματα, τον αριθμό των μυών που παρουσίαζαν ευαισθησία στην ψηλάφηση και την αρθραλγία, και παρέμεινε βελτιωμένη και στις δύο επανεξετάσεις. Το εύρος κίνησης των ασθενών παρουσίασε στατιστικά σημαντική βελτίωση σε σχέση με την αρχική εικόνα και προοδευτική βελτίωση μέχρι τη 2η επανεξέταση. Η κεφαλαλγία φάνηκε να συσχετίζεται με τον αριθμό των ευαίσθητων μυών σε κάθε στάδιο που εξετάστηκε, ωστόσο στατιστικά σημαντική ελάττωση στη συχνότητα της κεφαλαλγίας παρουσιάστηκε μόνο στο τέλος της θεραπείας. Κάτω από τους περιορισμούς της παρούσας μελέτης, συμπεραίνεται ότι η κλινική εικόνα των ασθενών με κρανιογναθικές διαταραχές παρέμεινε σημαντικά βελτιωμένη μετά το τέλος της θεραπείας με συντηρητικά μέσα. Ο δείκτης δυσλειτουργίας του Helkimo, τα υποκειμενικά ενοχλήματα, το εύρος κίνησης, ο αριθμός των ευαίσθητων μυών και η ευαισθησία της άρθρωσης παρέμειναν βελτιωμένα σε επίπεδο στατιστικά σημαντικό στους 6 και 12 μήνες. Η παρουσία clicking και η συχνότητα της αυτοαναφερόμενης κεφαλαλγίας στις επανεξετάσεις δε διέφεραν από την αρχική εικόνα σε βαθμό στατιστικά σημαντικό. Τέλος, φάνηκε ότι οι επανεξετάσεις είχαν θετική επίδραση στις περισσότερες από τις κλινικές παραμέτρους που μελετήθηκαν. (EL)
It is generally agreed that the initial treatment of Craniomandibular Disorders (CMDs) consists of conservative and reversible treatment modalities. There are numerous studies regarding the short-term effects of such treatments; however, the long-term results are poorly documented. The aim of this study was to investigate the long-term effect of the conservative treatment of CMDs. Thirty patients who were treated over two consecutive academic years (2018-2020) in the Orofacial Pain Management Clinic of the National and Kapodistrian University of Athens were examined 6 and 12 months after the completion of their treatment. All patients were treated with a stabilization splint, counselling and in some cases therapeutic exercises. Data was collected from the patients’ records regarding their initial symptoms and their symptoms at the end of the treatment. The results showed a statistically significant improvement at the end of the treatment in the patients’ subjective symptoms, their clinical dysfunction score, the number of muscle sites sensitive to palpation and the presence of TMJ sensitivity. This improvement was maintained during both the 6 and 12-month evaluations. The range of motion also showed a statistically significant improvement and continued to improve 6 and 12 months after the treatment. The frequency of self-reported headaches was correlated with the number of tender muscle sites at every evaluation. However, the frequency of these headaches showed a statistically significant reduction at the final examination. Under the limitations of the present study, the positive treatment outcomes of the conservative treatment of CMDs were still evident at the 6 and 12- month follow-ups. The improvement of the clinical dysfunction score, the patients’ subjective symptoms, the number of sensitive muscle sites and TMJ sensitivity remained statistically significant at both follow-up examinations. In contrast, there was no statistically significant difference for the presence of clicking sounds and the frequency of headaches at either of the follow-up examinations compared to the pre-treatment levels. Τhe follow-up visits seemed to have a positive effect on most of the parameters evaluated in this study. (EN)

Επιστήμες Υγείας

Επιστήμες Υγείας (EL)
Health Sciences (EN)

Ελληνική γλώσσα

Σχολή Επιστημών Υγείας » Τμήμα Οδοντιατρικής » ΠΜΣ Οδοντιατρικής » Κατεύθυνση Κλινική Αντιμετώπιση Στοματοπροσωπικού Πόνου (Κλινικές Ειδικεύσεις)
Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης » Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας » Βιβλιοθήκη Οδοντιατρικής

https://creativecommons.org/licenses/by-nc/4.0/




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των αντίστοιχων Φορέων περιεχομένου.