Η επίδραση της αντιμετώπισης των Κρανιογναθικών Διαταραχών στην περιορισμένη κινητικότητα της κάτω γνάθου

This item is provided by the institution :
/aggregator-openarchives/portal/institutions/uoa   

Repository :
Pergamos Digital Library   

see the original item page
in the repository's web site and access all digital files if the item*



Η επίδραση της αντιμετώπισης των Κρανιογναθικών Διαταραχών στην περιορισμένη κινητικότητα της κάτω γνάθου

Κρουστάλλη Άννα (EL)
Kroustalli Anna (EN)

born_digital_postgraduate_thesis
Διπλωματική Εργασία (EL)
Postgraduate Thesis (EN)

2023


Σκοπός: Ο σκοπός της έρευνας ήταν η μελέτη της επίδρασης της αντιμετώπισης των Κρανιογναθικών Διαταραχών στην περιορισμένη κινητικότητα της κάτω γνάθου. Πιο συγκεκριμένα, η διερεύνηση (α) της απαιτούμενης διάρκειας της συντηρητικής θεραπείας των Κρανιογναθικών διαταραχών ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή βελτίωση, (β) του ίδιου του ποσοστού της μέγιστης δυνατής βελτίωσης και (γ) της πιθανής ύπαρξης διαφοράς στο απαιτούμενο χρονικό διάστημα έως την ύφεση των συμπτωμάτων και στην τελική κλινική εικόνα ανάμεσα στους ασθενείς με περιορισμένη κινητικότητα της κάτω γνάθου και στους ασθενείς με φυσιολογική κινητικότητα της κάτω γνάθου. Όλοι οι παραπάνω ασθενείς αντιμετωπίστηκαν σύμφωνα με το πρωτόκολλο της Κλινικής της Φυσιολογίας του Στοματογναθικού Συστήματος. Μέθοδος: Πρόκειται για μια αναδρομική μελέτη κοόρτης, όπου το δείγμα αποτέλεσαν οι ασθενείς που προσήλθαν για θεραπεία ΚρΓΔ στην προπτυχιακή κλινική της Φ.Σ.Σ. της Οδοντιατρικής Σχολής Αθηνών κατά τα ακαδημαϊκά έτη 2015-2016 και 2016-2017 (συνολικά 227 ασθενείς). Η συμπλήρωση των φακέλων, η κλινική εξέταση και η θεραπεία των ασθενών έγιναν από τους προπτυχιακούς φοιτητές, υπό την καθοδήγηση του διδακτικού προσωπικού της κλινικής και σύμφωνα με το πρωτόκολλο της κλινικής. Η μελέτη του αρχειακού υλικού κατέστη δυνατή με την άδεια της Επιτροπής Δεοντολογίας και δεν χρειάστηκε άλλο έντυπο συναίνεσης από τους ασθενείς, καθώς δεν χρησιμοποιήθηκε κάποια συσκευή ή επεμβατική τεχνική. Τα δεδομένα που αντλήθηκαν από τους φακέλους έλαβαν την κατάλληλη στατιστική επεξεργασία και για τη μελέτη της πορείας και έκβασης της θεραπείας δημιουργήθηκαν νέες μεταβλητές. Οι ασθενείς χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, σύμφωνα με τη μέγιστη κατάσπαση κατά την πρώτη τους εξέταση. Οι ασθενείς με περιορισμένη κατάσπαση (μικρότερη των 40 mm) μπήκαν στην πρώτη ομάδα. Οι ασθενείς με φυσιολογική κατάσπαση στη δεύτερη ομάδα (μεγαλύτερη ή ίση με 40 mm). Τα στοιχεία που μελετήθηκαν ήταν η αρθραλγία, η μυαλγία, η μέγιστη κατάσπαση, η βαρύτητα των αυτοαξιολογούμενων ενοχλήσεων και η κατάσταση της ΚΓΔ σε σχέση με τη λειτουργία του διάρθριου δίσκου. Ο αριθμός των επανεξετάσεων που χρειάστηκαν για την επίτευξη της μέγιστης βελτίωσης του κάθε ένα, καθώς και το ποσοστό αυτής της βελτίωσης ελέγχθηκαν για στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων και για συσχετίσεις μεταξύ τους αλλά και με εννέα στοιχεία του ιστορικού. Αποτελέσματα: Το τελικό δείγμα αποτελούνταν από 176 ασθενείς που ήταν στην πλειοψηφία γυναίκες, με μέση ηλικία τα 40 έτη και υπερτερούσαν των ανδρών με αναλογία 7 προς 3. Στη σύγκριση των δύο ομάδων βρέθηκε ότι ο αριθμός των επανεξετάσεων που χρειάστηκαν ώστε η μυαλγία, η μέγιστη κατάσπαση, η ένταση των αυτοαξιολογούμενων συμπτωμάτων και η λειτουργία των ΚΓΔ να βελτιωθούν το μέγιστο ήταν σημαντικά μικρότερος για τους ασθενείς της δεύτερης ομάδας και ότι η αύξηση της μέγιστης κατάσπασης σε χιλιοστά, το ποσοστό της βελτίωσης της έντασης των αυτοαξιολογούμενων συμπτωμάτων και η βελτίωση της λειτουργικότητας των ΚΓΔ ήταν σημαντικά υψηλότερες για τους ασθενείς της πρώτης ομάδας. Συζήτηση: Φαίνεται να υπάρχει σημαντική διαφορά ανάμεσα στους ασθενείς με ΚΓΔ και περιορισμένη κινητικότητα της Κ.Γ. και στους ασθενείς με ΚΓΔ και φυσιολογική κινητικότητα της Κ.Γ.. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι χρειάζεται μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για τη βελτίωση των κλινικών σημείων και συμπτωμάτων τους, καθώς και για να αισθανθούν καλύτερα. Απαιτείται όμως περαιτέρω έρευνα για την επιβεβαίωση των ευρημάτων και την αναζήτηση περισσότερων καθοριστικών παραγόντων και της αντιμετώπισής τους. (EL)
Aims. The aim of this research has been the study of the effect of Temporomandibular Disorder (TMD) management on the restricted mandibular motion. In particular, the study of (a) the necessary duration of the conservative treatment of TMD in order to reach the maximum achievable improvement, (b) the actual percentage of the maximum achievable improvement, and (c) the possible difference between TMD patients with and without restricted mandibular motion in regards to the necessary duration and the outcome of the treatment under the protocol of the Clinic of Orofacial Physiology of the Dental University of Athens. Methods. This retrospective study consisted of the entirety of patients that sought TMD treatment in the undergraduate clinic of Orofacial Pain Management of the Dental School of Athens during the academic years of 2015-2016 and 2016-2017 (227 consecutive patients). The examination of the patients, as well as the treatment, were performed by undergraduate dental students under the guidance of the Clinic’s faculty and in adherence to the clinic’s protocol. The study of the patients’ files was approved by the ethics committee for conducting studies on human subjects and since no instruments or invasive procedures were involved, the ethics committee’s approval was considered sufficient with no further requirements of informed consent by the patients. The data collected from the files were studied and analyzed through the use of the proper statistical tests and tools. The patients were divided into two groups; the first group consisted of the patients that had restricted mouth opening upon arrival (<40mm) and the second group included the patients that had normal mouth opening (≥40mm). New variants were created in order to study the progress of the patients during their treatment. The factors tracked were arthralgia, myalgia, maximum mouth opening, self-evaluated symptom severity and the TMJs’ condition in reference to the disc’s place. The number of recalls needed to achieve the optimum result for each one, as well as the percentage of that result were tested for statistically significant differences between the two groups and then against each other and nine factors of the patient’s history. Results. The final 176 patients that this study consisted of were in the majority women of a mean age of 40 years and outnumbered the men by a fraction of 7 to 3. Into the two groups, it was found that the number of recalls needed for the improvement of myalgia, maximum mouth opening, best self-evaluation of symptoms and optimum TMJ function was significantly fewer for the patients of the second group and that the maximum mouth opening gain by mm, the percentage of the most improvement of self-evaluated symptoms, as well as the achievement of optimum TMJ function was significantly higher for the patients of the first group. Discussion. There is a significant difference between patients with restricted mouth opening and those with a normal range of motion in most of the aspects that were studied. In conclusion, it takes longer to improve their clinical signs and for them to feel better. Further study needs to take place in order to confirm these findings, to determine more factors that contribute to this and ultimately how to overcome them. (EN)

Επιστήμες Υγείας

Επιστήμες Υγείας (EL)
Health Sciences (EN)

Greek

Σχολή Επιστημών Υγείας » Τμήμα Οδοντιατρικής » ΠΜΣ Οδοντιατρικής » Κατεύθυνση Κλινική Αντιμετώπιση Στοματοπροσωπικού Πόνου (Κλινικές Ειδικεύσεις)
Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης » Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας » Βιβλιοθήκη Οδοντιατρικής

https://creativecommons.org/licenses/by-nc/4.0/




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)