Η παρούσα διδακτορική διατριβή αφορά τη διερεύνηση της σύνθετης σχέσης μεταξύ φιλοσοφίας και λογοτεχνίας. Πιο συγκεκριμένα, μέσω της συγκριτικής μελέτης τεσσάρων συγγραφέων και πέντε μυθιστορημάτων αυτών (Τόμας Μαν-Το Μαγικό Βουνό, Βίτολντ Γκομπρόβιτς- O Kόσμος και Πορνογραφία, Χούλιο Κορτάζαρ- Το Κουτσό και Ρομπέρτο Μπολάνιο- Οι Άγριοι Ντετέκτιβ), εξετάζουμε το πώς μπορεί η μυθοπλασία να εκφέρει φιλοσοφικό στοχασμό και το πώς τα ιδιαίτερα γνωρίσματά της μεταπλάθουν και μεταμορφώνουν τις φιλοσοφικές έννοιες. Το κεντρικό ζήτημα με βάση το οποίο αναλύουμε τα μυθιστορήματα είναι αυτό της υποκειμενικότητας ή του εαυτού, όπως το πραγματεύθηκε η φαινομενολογική παράδοση και συγκεκριμένα οι Maurice Merleau-Ponty και Paul Ricoeur. Έχοντας ως οδηγητικό μίτο την καταστατική σημασία που αποδίδουν στη διυποκειμενικότητα και σε ένα διαλογικό εαυτό ο οποίος ριζώνει και συγκροτείται σε ένα πλέγμα σχέσεων αμοιβαιότητας, εξετάζουμε το πώς όλη αυτή η εννοιολόγηση παρουσιάζεται εντός των μυθιστορημάτων. Στόχος της διατριβής είναι να καταδείξει το πώς το έργο των τεσσάρων συγγραφέων, παρότι ετερογενές και προερχόμενο από διαφορετικά πολιτισμικά και ιστορικά συγκείμενα, συγκροτεί μια ιδιαίτερη γενεαλογία η οποία προβληματοποιεί το στέρεο διάζευγμα του λογοτεχνικού (και φιλοσοφικού) μοντερνισμού και μεταμοντερνισμού. Με άλλα λόγια, βρίσκεται «μεταξύ» του -αν και αποδυναμωμένου σε σχέση το παραδοσιακό κεντρομόλο υποκείμενο του διαφωτισμού- υποκειμενισμού του μοντερνισμού και του αντι-υποκειμενισμού/ανθρωπισμού που διέπει τον λογοτεχνικό μεταμοντερνισμό και τις φιλοσοφικές του συνδηλώσεις. Η διατριβή χωρίζεται σε τέσσερις επιμέρους ενότητες. Αρχικώς αναμετρούμαστε με τη συστατική επισφάλεια που χαρακτηρίζει κάθε συγκριτικό εγχείρημα, ήτοι το άγχος της νομιμοποίησής του. Έτσι στο πρώτο κεφάλαιο, μέσω μίας αναδρομής στη θεωρία της λογοτεχνίας και αντλώντας κυρίως από τη φιλοσοφική ερμηνευτική (Gadamer, Ricoeur) και τη θεωρία της πρόσληψης (Iser, Hans Robert Jauss), στοιχειοθετούμε την ερμηνευτική μας προσέγγιση και την δημιουργική επανοικειοποίηση των μυθιστορημάτων στην οποία θα προβούμε. Εν συνεχεία, στο δεύτερο κεφάλαιο, επιχειρούμε να εντάξουμε τα κείμενα στο συγκείμενο τους και να δούμε το πώς ταξινομούνται με βάση τον δίπολο μοντέρνου-μεταμοντέρνου. Έχοντας επίγνωση της κριτικής του ευρωκεντρικού χαρακτήρα των δύο ρευμάτων εκ μέρους της μετα-αποικιακής θεωρίας, προστρέχουμε στην θεωρήσεις περί μίας Παγκόσμιας Λογοτεχνίας (Casanova, Moretti), που επιτρέπει τη διαπολιτισμική επικοινωνία μεταξύ διαφορετικών λογοτεχνιών. Η κρίσιμη διάκριση κέντρου και περιφέρειας, εντός της Παγκόσμιας Κοινότητας Γραμμάτων, μας επιτρέπει να δούμε το πώς ελάσσονες, περιφερειακές λογοτεχνίας μπορούν να δεξιώνουν όχι μόνο λογοτεχνικά ρεύματα, αλλά και φιλοσοφικές θεωρίες προερχόμενες από το κέντρο και να τις διανθίζουν με τοπικά χαρακτηριστικά. Τοιουτοτρόπως, στο επόμενο κεφάλαιο περνάμε σε μια βιογραφική ανάλυση των συγγραφέων, τονίζοντας τη συστατική σημασία της εξορίας στη διαμόρφωση του έργου τους και εμφαίνουμε τη διαπιστωμένη φιλοσοφική προπαίδειά τους. Επίσης, προχωράμε σε μία φορμαλιστική, ειδολογική ανάλυση των έργων, εντοπίζοντας κοινά στοιχεία που τα φέρνουν σε συνομιλία (δημιουργικές παραλλαγές του Bildungsroman, το οποίο έχει αναμφίβολα φαινομενολογικές προεκτάσεις) και τα καθιστούν δεκτικά σε μία φαινομενολογική ανάγνωση. Στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο, προχωράμε σε μία εκ του σύνεγγυς ανάγνωση των μυθιστορημάτων και αντιπαραβολή αυτών με τη σκέψη των Merleau-Ponty και Ricoeur. Εστιάζοντας σε κεντρικές φαινομενολογικές έννοιες-κατηγορίες όπως χρόνος, κόσμος, ετερότητα, αίσθηση και μνήμη και αφηγηματικότητα, βλέπουμε πώς αυτές παρουσιάζονται εντός των μυθιστορημάτων. Συμπεραίνουμε τελικά ότι τα κείμενα, παρόλες τις διαφορές τους αναπαριστούν την υποκειμενικότητα με τρόπο παραπλήσιο με αυτόν των δύο στοχαστών. Ωστόσο, παράλληλα, έχοντας διαμορφώσει τη δική τους, ιδιαίτερη «λογοτεχνική φιλοσοφία» (Macherey), μεταποιούν και συγκεκριμενοποιούν τις αφαιρετικές εξαγγελίες του φιλοσοφικού λόγου. Έτσι, η διάσταση της αμοιβαιότητας δεν τίθεται ακριβώς σε έναν ενδιάμεσο τόπο, άλλοτε κλίνει ανεπαίσθητα άλλοτε προς το οντολογικό προβάδισμα του εαυτού (Mann), και άλλοτε της ετερότητας (Bolano). Στόχος της διατριβής, πέρα από τον εμπλουτισμό στην ήδη υπάρχουσα βιβλιογραφία, σχετική με τους τέσσερις λογοτέχνες, είναι να αποτελέσει ένα συγκεκριμένο διαπιστευτήριο της ολοένα και αυξανόμενης ερευνητικής εστίασης του ενδιαφέροντος τόσο από μέρους της Συγκριτικής Λογοτεχνίας, όσο και της Φιλοσοφίας, στη σύγκρισή, την μετάφραση και την αναλογία, ως επισφαλείς τρόπους γεφύρωσης της ετερότητας και της ανομοιογένειας και επίτευξης μιας διαπολιτισμικής επικοινωνίας.
(EL)
This doctoral thesis deals with clarifying the complex relationship between philosophy and
literature. More specifically, through the comparative study of four authors and five of their novels
(Thomas Mann-The Magic Mountain, Witold Gombrowicz-The World and Pornography, Julio
Cortazar-The Lame and Roberto Bolaño-The Wild Detectives), we examine in which way fiction
can present philosophical reflection and how its particular traits transform and modify
philosophical concepts. The central issue upon which we analyze the novels is that of subjectivity
or the self, as addressed by the phenomenological tradition, specifically Maurice Merleau-Ponty
and Paul Ricoeur. Guided by the constitutive importance they attribute to intersubjectivity and a
dialogic self that is rooted and constituted in a network of reciprocity relationships, we examine
how all this conceptualization is presented within the novels. The aim of the thesis is to
demonstrate how the work of the four authors, although heterogeneous and coming from different
cultural and historical contexts, constitutes a particular genealogy that problematizes the solid
separation of literary (and philosophical) modernism and postmodernism. In other words, it stands
"between" the - albeit weakened relative to the traditional Enlightenment centripetal subject -
subjectivism of modernism and the anti-subjectivism/humanism that governs literary
postmodernism and its philosophical connotations. The thesis is divided into four sub-sections.
Initially, we are faced with the constitutive precariousness that characterizes every comparative
project, namely the anxiety of its legitimization. Thus, in the first chapter, through a review of
literary theory and drawing mainly from philosophical hermeneutics (Gadamer, Ricoeur) and
reception theory (Iser, Hans Robert Jauss), we set out our interpretive approach and the creative
re-appropriation of novels in which we will proceed. Then, in the second chapter, we attempt to fit
the texts into their context and see how they are classified based on the modern-postmodern
dichotomy. Being aware of the critique of the Eurocentric character of the two currents by the post
colonial theory, we turn to the theories of World Literature (Casanova, Moretti), which allows
intercultural communication between different literatures. The critical distinction of center and
periphery within the World Community of Letters allows us to see how minor, peripheral
literatures can receive not only literary currents but also philosophical theories coming from the
center and embellish them with local characteristics. Thus, in the next chapter we move to a
biographical analysis of the authors, emphasizing the constitutive importance of exile in the
formation of their work and showing their established philosophical background. We also proceed
5
to a formalistic, genre-centered analysis of the works. We identify commonalities that bring them
into
conversation (creative variants of the Bildungsroman, which undoubtedly has
phenomenological implications) and make them amenable to a phenomenological reading. In the
fourth and last chapter, we proceed to a close reading of the novels and a comparison of them with
the thought of Merleau-Ponty and Ricoeur. Focusing on central phenomenological concepts
categories such as time, world, otherness, sense and memory, and narrativity, we see how these are
presented within the novels. We finally conclude that the texts, despite their differences, represent
subjectivity in a way similar to that of the two thinkers. However, at the same time, having formed
their own, special "literary philosophy" (Macherey), they transform and concretize the abstract
statements of philosophical discourse. Thus, the dimension of reciprocity is not exactly placed in
an intermediate place, sometimes it imperceptibly leans sometimes towards the ontological
primacy of the self (Mann), and sometimes of otherness (Bolano). The aim of the thesis, beyond
the enrichment of the already existing bibliography, related to the four writers, is to constitute a
specific credential of the ever-increasing research focus of interest both on the part of Comparative
Literature and Philosophy, in comparison, translation and analogy, as precarious ways of bridging
otherness and heterogeneity and achieving intercultural communication.
(EN)