Η ποινή του αφορισμού κατά τους Ιερούς Κανόνες και τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων

Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
University of Athens   

Αποθετήριο :
Pergamos Digital Library   

δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*



Η ποινή του αφορισμού κατά τους Ιερούς Κανόνες και τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων

Αβραμίδης Γεώργιος (EL)
Avramidis Georgios (EN)

born_digital_postgraduate_thesis
Διπλωματική Εργασία (EL)
Postgraduate Thesis (EN)

2024


Αντικείμενο της μελέτης αυτής είναι η εκκλησιαστική ποινή του αφορισμού όπως αυτή ορίζεται και διαγράφεται μέσα από τους Ιερούς Κανόνες και τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων σύμφωνα με τα κείμενα των Πρακτικών τους. Μελετώντας και εμβαθύνοντας στις πηγές διαπιστώσαμε de facto ένα πλήθος σημαντικών πληροφοριών που καταγράφονται στους Ιερούς Κανόνες και στα Πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων, των οποίων το κύρος είναι αδιαμφισβήτητο στη συνείδηση των Πατέρων της Εκκλησίας . Καταλάβαμε ότι όλες οι απαντήσεις βρίσκονται στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν οι Πατέρες, όπως αυτός περιγράφεται κυρίως στα Πρακτικά. Βεβαιωθήκαμε ότι οι Άγιοι Πατέρες που συμμετείχαν σε συνόδους εξέφραζαν ο καθενάς τη γνώμη του αλλά και αποφάσιζαν εν τέλει όλοι μαζί, εκφέροντες μία ψήφο επί του θέματός που τους απασχολούσε. Η ενότητα του Εκκλησιαστικού σώματος είναι από τα ουσιωδέστερα γνωρίσματα της Εκκλησίας του Χριστού. Η ενότητα αυτή είναι αποτέλεσμα της κοινής πίστεως των κατά τόπους Εκκλησιαστικών κοινοτήτων. Εκφράζεται ως εκκλησιαστική κοινωνία των πιστών αλλά και των κατά τόπους Εκκλησιών που απαρτίζουν τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία (η οποία εκφράζεται σε κάθε τοπική Εκκλησία και δεν θεωρείται αθροιστικώς η Καθολικοτητά της). Η υπάρξη εκκλησιαστικής κοινωνίας και ενότητος προϋποθέτει την ενότητα στην πίστη, στη λατρεία και στη διοίκηση. Εάν παύσει να υφίσταται η ταύτιση στην πίστη, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις διασπάσεως και της εκκλησιαστικής κοινωνίας. Με άλλα λόγια, όταν υπάρξει παρέκκλιση στα θέματα της πίστεως, δηλαδή όταν υπάρξει πτώση σε αίρεση, τότε έχουμε εν δυνάμει διασπάση της εκκλησιαστικής κοινωνίας. Η εν δυνάμει αυτή διασπάση καθίσταται και ενεργείᾳ διάσπαση, όταν υπάρξει οριστική και τελεσίδικη συνοδική αποφάση καταδίκης των αιρετικών ή σχισματικών και αποκοπή τους από το σώμα της Εκκλησίας. Τότε έχουμε την καταστάση της εκκλησιαστικής ακοινωνησίας. Βέβαια κατ’ ακρίβειαν η ενότητα της Εκκλησιας ως σώματος του Χριστού δεν διασπάται ποτέ. Κατ’ ακρίβειαν δεν έχουμε διάσπαση και χωρισμό της Εκκλησίας, αλλά χωρισμό από την Εκκλησία. Οι οριστικώς χωριζόμενοι από την Εκκλησία κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν αποτελούν πλέον Εκκλησία αλλά «συναγωγή πονηρευομένων» . Αυτοί δεν έχουν πλέον αποστολική διαδοχή ούτε ιερωσύνη, άρα ούτε αγιαστική Χάρη και μυστήρια. Η αποκοπή των αιρετικών είναι και αυτή πράξη αγάπης. Η Εκκλησία αποστρέφεται και βδελύσσεται την αίρεση, αλλά δεν μισεί τους αιρετικούς. 'Οσα μέτρα έχει θεσπίσει «εναντίον» τους, εάν εξεταστούν σε βάθος είναι υπέρ αυτών. Σκοπό έχουν, να τους βοηθήσουν να συνειδητοποιήσουν την πλάνη, στην οποία έχουν περιπέσει. Η έκπτωση και αποκοπή αυτή από το σώμα της Εκκλησίας δε συντελείται αυτομάτως αλλά κατόπιν οριστικής αποφάσεως του αρμοδίου συνοδικού οργάνου. Ο Μέγας Βασίλειος θεωρούσε πάνω από κάθε άλλο έργο τη διαφύλαξη της ενότητος της Εκκλησίας, ή, σε περίπτωση που αυτή έχει διασπασθεί, την έντονη και έμπονη εργασία προς αποκατάστασή της. Για την επιτυχία αυτού του θεοφιλούς σκοπού δεν φείδεται κόπων και θυσιών. Πραγματικά αναλώνει τον εαυτό Της για την παύση των σχισμάτων και την επιτεύξη της εν αληθείᾳ ενώσεως. Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι η ποινή του αφορισμού, ως ευχαριστιακή ή/και εκκλησιαστική ακοινωνησία, προβλέπεται από τους Ιερούς Κανόνες, έχει ιδιαίτερο κανονικό περιεχόμενο που διαφαίνεται στα κείμενα των Πρακτικών των Οικουμενικών Συνόδων και αποβλέπει στην σωτηρία των μελών της Εκκλησίας και την διατηρήση της ενότητας Αυτής. (EL)
The subject of this study is the ecclesiastical punishment of excommunication as it is defined and outlined through the Sacred Canons and the decisions of the Ecumenical Councils according to the texts of their Proceedings. By studying and delving into the sources, we have found de facto a multitude of significant information recorded in the Sacred Canons and the Acts of the Ecumenical Councils, whose authority is undisputed in the consciousness of the Fathers of the Church. We understood that all the answers lie in the way the Fathers operated, as primarily described in the Acts. We ensured that the Holy Fathers who participated in councils expressed their individual opinions but ultimately made decisions together, casting a vote on the issues that concerned them. The unity of the Church body is one of the most essential characteristics of the Church of Christ. This section is the result of the shared faith of the local Church communities. It is expressed as the ecclesiastical community of the faithful as well as the local Churches that make up the One, Holy, Catholic, and Apostolic Church (which is manifested in each local Church and is not considered cumulatively in its Catholicity). The existence of ecclesiastical community and unity presupposes unity in faith, worship, and governance. If the identification in faith ceases to exist, the conditions for the fragmentation of ecclesiastical community are created. In other words, when there is a deviation in matters of faith, that is, when there is a fall into heresy, then we potentially have a division of ecclesiastical communion. This potential division becomes an actual division when there is a definitive and final synodal decision condemning the heretics or schismatics and cutting them off from the body of the Church. Then we have the situation of ecclesiastical non-communion. Of course, in truth, the unity of the Church as the body of Christ is never broken. To be precise, we do not have a division and separation of the Church, but a separation from the Church. Those who are definitively separating from the Church in this way no longer constitute a Church but a "gathering of the wicked." They no longer have apostolic succession or priesthood, therefore they also lack sanctifying grace and sacraments. The cutting off of heretics is also an act of love. The Church detests and abhors heresy, but does not hate heretics. "All the measures that have been established 'against' them, if examined in depth, are actually in their favor." Their aim is to help them realize the delusion they have fallen into. This discount and removal from the body of the Church does not occur automatically but following a definitive decision by the competent synodal body. Saint Basil the Great regarded the preservation of the unity of the Church above all other works, or, in the event that it has been divided, the intense and heartfelt effort to restore it. For the success of this God-loving purpose, no effort or sacrifice is spared. She truly dedicates herself to the cessation of divisions and the achievement of a genuine union. The general conclusion is that the punishment of excommunication, as Eucharistic and/or ecclesiastical communion deprivation, is provided for by the Sacred Canons, has a specific canonical content that is evident in the texts of the Acts of the Ecumenical Councils, and aims at the salvation of the members of the Church and the preservation of its unity. (EN)

Δίκαιο – Νομοθεσία

Δίκαιο – Νομοθεσία (EL)
Law and Legislation (EN)

Ελληνική γλώσσα

Σχολή Θεολογική » Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας και Θρησκειολογίας » ΠΜΣ Κοινωνική Θεολογία και Επιστήμες του Ανθρώπου » Κατεύθυνση Κανονικό Δίκαιο
Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης » Βιβλιοθήκη Θεολογικής Σχολής

https://creativecommons.org/licenses/by-nc/4.0/




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των αντίστοιχων Φορέων περιεχομένου.