The interpersonal meanings of five Modern Greek mental verbs nomizo (= I think), pistevo (= i believe), fandazome (=i guess). theoro (= I assume), ipotheto (= I suppose) are studied in this work. They are connected with the epistemic reading of these verbs, that is a qualification of a speakers certainty concerning the propositional content of a complement. Following Senko Mayards model on discourse modality, the above linguistic forms are analysed as propositional and illocutionary qualifiers, as devices influencing the participatory control in a conversation and as 'shields' on face threats for the participants in a speech event. Thus, first person mental verbs have been found out to be mainly downgraders of the illocutionary force of an assertion, items expressing affective meanings (politeness, status of power or certain nyances of conventional style) and discourse markers indicating the flow of information in a text or buying time for the benefit of the current speaker.
Μελετώνται οι διαπροσωπικές σημασίες του πρώτου ενικού προσώπου Ενεστώτα Οριστικής των πέντε πρώτων σε συχνότητα στο υλικό μου δοξαστικών ρημάτων της Νέας Ελληνικής (νομίζω, πιστεύω, φαντάζομαι, θεωρώ, υποθέτω), όταν η ανάγνωσή του είναι επιστημική, δηλαδή μειωτική της βεβαιότητας του ομιλητή για το περιεχόμενο της πρότασης - συμπληρώματος του δοξαστικού ή της συμπαρατιθέμενης πρότασης , όταν το γραμματικό στάτους του δοξαστικού είναι παρενθετικό. Υιοθετείται το μοντέλο της Senko Maynard, που αντιμετωπίζει προγραμματικά την τροπικότητα ως σύγκραση της (δι)υποκειμενικότητας, της διεπιδραστικότητας και της κειμενικότητας. Το μοντέλο προβλέπει ανάλυση των τροπικών μορφών σε τέσσερα επίπεδα: α) της πληροφοριακής τροποποίησης, β) της προσλεκτικής τροποποίησης, γ) του ελέγχου συμμετοχής, και δ) της διεπιδραστικής ελκυστικότητας. Βρέθηκε ότι τα πρωτοπρόσωπα δοξαστικά λειτουργούν κυρίως ως υποβιβαστές της προσλεκτικής ισχύος δηλωτικών πράξεων, ως επισχετικά της απειλής κατά του 'πρωσόπου' (face) ομιλητή και ακροατή, ως δείκτες σχετικής κοινωνικής ισχύος και επιτηδευμένου ύφους, και, όταν αποχρωματίζονται σημασιολογικά, ως δείκτες οργάνωσης του λόγου.