Η διατριβή αυτή ανήκει στον χώρο των γλωσσικών επαφών. Αντικείμενό της είναι η συγκριτική κοινωνιογλωσσική εξέταση της γλωσσικής αλλαγής και ειδικότερα της γλωσσικής συρρίκνωσης στα τσακώνικα και στα αρβανίτικα, που εντοπίζονται στη ΝΑ Πελοπόννησο. Η επιλογή των συγκεκριμένων γλωσσικών συστημάτων βασίστηκε στο γεγονός ότι συνυπάρχουν για τους τουλάχιστον τελευταίους έξι αιώνες και τίθενται σε παρόμοιες κοινωνιογλωσσικές συνθήκες. Τα αρβανίτικα αποτελούν μία ετεροστεγαζόμενη ποικιλία σε ανταγωνισμό με την οροφική ελληνική. Από την άλλη, σύμφωνα με τον Τζιτζιλή, τα τσακώνικα αποτελούν μία ειδικής μορφής αυτοστεγαζόμενη ποικιλία εφόσον είναι μια απομακρυσμένη νεοελληνική διάλεκτος που παρουσιάζει έλλειψη αμοιβαίας κατανοησιμότητας με την κοινή. Με βάση το θεωρητικό μοντέλο του Sasse η διατριβή οργανώθηκε σε τρία μέρη: στη μελέτη του εξωγλωσσικού πλαισίου της συρρίκνωσης, στην ανάλυση της γλωσσικής συμπεριφοράς των κοινοτήτων (στάσεις ομιλητών, σφαίρα λειτουργικότητας γλωσσών) και στην περιγραφή των δομικών συνεπειών που επισωρεύει στα 2 γλωσσικά συστήματα η αλλαγή του εξωτερικού πλαισίου και της γλωσσικής συμπεριφοράς. Η μέτρηση βέβαια της αλλαγής των γλωσσικών συστημάτων επιβάλλει προηγουμένως την περιγραφή τους ως σταθερού σημείου αναφοράς. Ο συνδυασμός ποσοτικής και ποιοτικής έρευνας πεδίου είχε ως αποτέλεσμα την επιβεβαίωση της υπόθεσης εργασίας ότι ο διαφορετικός βαθμός, ρυθμός ή "ποιότητα" της γλωσσικής συρρίκνωσης των τσακώνικων σε σχέση με τα αρβανίτικα μπορεί να αποδοθεί στα εμπλεκόμενα συστήματα καθαυτά ή στο είδος της σχέσης τους με την ανταγωνιστική γλώσσα, την κοινή νεοελληνική.
This dissertation belongs to the field of language contact. Its subject is the comparative sociolinguistic examination of language change, in particular language contraction in Tsakonia and Arvanitika, two language systems located in the south-east Peloponnese. Arvanitika is a hetero-roofed variety in a state of linguistic competition with the roofing language, Modern Greek. Tsakonian, on the other hand, according to Tzitzilis, represents a special kind of auto-roofed variety since it is a Modern Greek dialect that is not mutually intellible with Standard Modern Greek. Following Sasse's theoretical model, the thesis is divided into three sections: the examination of the exolinguistic factors which shape the framework of contraction, the analysis of the linguistic behaviour of the communities in question (speakers' attitudes, spheres in which the varieties are used), and the description of the structural consequences for each of the two systems of the changes in the external framework and the speakers' linguistic behaviour. In order to measure language change it was of course necessary to present beforehand a description of the two systems to provide a stable point of reference. The combination of quantitative and qualitative field research confirmed the working hypothesis that the language contraction in these two systems shows differences in degree, in rate or in kind, which can be attributed to the systems themselves, or the different nature of their relationship with the competing language, Modern Greek.