The purpose of the present study was to examine the potential use of specific genetic material in planning and implementing a breeding program for plant development traits, yield and its components, earliness and fiber quality traits of upland cotton. The genetic material used consisted of seven commercial varieties; five cultivated in Greece and two in India. The experiments were conducted during five cultivation periods. In year 2003, crosses were performed using as a common parent one of the varieties cultivated in Greece. During year 2004 the F1 hybrids were backcrossed to their parental progenitors. The analysis of generations P1, P2, F1, F2, BC1(P1) and BC1(P2), for each one of the six crosses, took place during the 2005 cultivation period, when the gene action (additive, dominant, and epistatic) was studied. The experimental design used for the generation analysis for all six crosses was the Randomized Complete Blocks (RCB) with three replications. In year 2007, generations P1, P2, F2, F3, BC1(P1)S and BC1(P2)S were analysed for all crosses, using the same experimental design but with four replications. Meanwhile, during year 2005 bilateral selection in the F2 generation was performed for yield, earliness and fiber quality traits. One hundred individual plants, using a grid mass selection scheme, were analyzed (10 grids and 10 plants per grid). The selected F3 and F4 populations were analyzed during the subsequent (2006 and 2007) cultivation periods, respectively. The experimental design used was the randomized complete blocks (RCB) with four replications.
Σκοπός της εργασίας ήταν να διερευνηθεί η δυνατότητα αξιοποίησης συγκεκριμένου γενετικού υλικού βαμβακιού στο σχεδιασμό και την υλοποίηση προγράμματος βελτίωσης των χαρακτηριστικών ανάπτυξης, της απόδοσης και των συστατικών της, της πρωιμότητας και των χαρακτηριστικών ποιότητας της ίνας. Χρησιμοποιήθηκαν επτά εμπορικές ποικιλίες, πέντε από τις οποίες καλλιεργούνται στην Ελλάδα και οι δύο στην Ινδία. Τα πειράματα πραγματοποιήθηκαν σε πέντε καλλιεργητικές περιόδους. Το 2003 έγιναν διασταυρώσεις μεταξύ των ποικιλιών με κοινό γονέα μια από τις ποικιλίες και την επόμενη (2004) έγιναν αναδιασταυρώσεις των υβριδίων με τους γονείς. Η αξιολόγηση των γενεών P1, P2, F1, F2, BC1(P1) και BC1(P2) για κάθε μια από τις έξι διασταυρώσεις έγινε κατά την καλλιεργητική περίοδο 2005, όπου μελετήθηκε η δράση των γονιδίων (αθροιστική, κυριαρχική, επιστατική). Η πειραματική διάταξη για την αξιολόγηση των γενεών για κάθε μία από τις έξι διασταυρώσεις, ήταν τυχαιοποιημένες πλήρεις ομάδες (Randomized Complete Block -RCB- Design) με τρεις επαναλήψεις. Το 2007 έγινε αξιολόγηση των γενεών P1, P2, F2, F3, BC1(P1)S και BC1(P2)S για κάθε μια από τις έξι διασταυρώσεις με την ίδια πειραματική διάταξη και με τέσσερις επαναλήψεις. Παράλληλα στην F2 γενεά για κάθε μία από τις έξι διασταυρώσεις έγινε αμφίπλευρη επιλογή κατά την καλλιεργητική περίοδο 2005 για απόδοση, πρωιμότητα και χαρακτηριστικά ποιότητας ίνας. Συγκεκριμένα, αξιολογήθηκαν 100 ατομικά φυτά σε πειραματική διάταξη στρωματοποιημένης μαζικής επιλογής (grid mass selection) και χρησιμοποιήθηκαν 10 υποτεμάχια (grids) με 10 φυτά το καθένα. Οι επιλεγμένοι F3 και F4 πληθυσμοί, αξιολογήθηκαν τις επόμενες καλλιεργητικές περιόδους (2006 και 2007), αντίστοιχα. Η πειραματική διάταξη που εφαρμόστηκε ήταν τυχαιοποιημένες πλήρεις ομάδες (RCB) με τέσσερις επαναλήψεις