The present doctoral research examines important aspects of the evaluation of e-learning, as implemented today in modern enterprise environments and specifically in Financial Institutions in Greece. The research attempts to record and evaluate the factors that influence employee participation in online learning training programs, and assess barriers and facilitators that bank personnel faces during their participation in this innovative form of training. The study also evaluates whether workers eventually apply knowledge, skills and attitudes acquired during the training, i.e. estimate the degree of the transfer of e-learning. It also aims to record all parameters that positively or negatively influence the implementation of newly acquired knowledge in the workplace. In addition, the findings can be used to outline the profile of the employees who participate in e-learning programs and detect potential representative types of users, based on demographic and other individual characteristics. Two research tools, a questionnaire and an interview, were used in order to combine quantitative and qualitative research methods. The third level of the training evaluation model by D.Kirkpatrick (Behaviour), and the categorization of factors examined in the model of T.Baldwin and J.Ford (learner characteristics, training program characteristics, working environment characteristics and general features of e-learning) were used as theoretical directions.
Επιδίωξη της παρούσας ερευνητικής διδακτορικής διατριβής είναι η εμβάθυνση σε σημαντικές πτυχές της αξιολόγησης της Ηλεκτρονικής Μάθησης, όπως αυτή υλοποιείται σήμερα στα σύγχρονα ενδοεπιχειρησιακά περιβάλλοντα και ειδικότερα στα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα. Η έρευνα επιχειρεί αρχικά να καταγράψει και να αξιολογήσει τους παράγοντες που επηρεάζουν τη συμμετοχή των εργαζομένων σε επιμορφωτικά προγράμματα Ηλεκτρονικής Μάθησης. Φιλοδοξεί δηλαδή να προσεγγίσει πολύπλευρα τα εμπόδια αλλά και τους διευκολυντές που πιθανόν αντιμετωπίζουν οι τραπεζικοί υπάλληλοι κατά τη συμμετοχή τους στην καινοτομική αυτή μορφή επιμόρφωσης. Σημαντικός επίσης ερευνητικός άξονας είναι και η εκτίμηση της μεταφοράς των γνώσεων και δεξιοτήτων που αποκτήθηκαν από την Ηλεκτρονική Μάθηση, το κατά πόσον δηλαδή οι εργαζόμενοι εφαρμόζουν τελικά γνώσεις, δεξιότητες και συμπεριφορές που απέκτησαν κατά τη διάρκεια της επιμόρφωσης. Ακόμη, επιχειρείται η καταγραφή όλων εκείνων των παραμέτρων που επιδρούν θετικά ή αρνητικά στην εφαρμογή της νεοαποκτηθείσας μάθησης στον εργασιακό χώρο. Τέλος, από τα ευρήματα της έρευνας είναι δυνατόν να διαμορφωθεί/σκιαγραφηθεί το προφίλ του εργαζόμενου-χρήστη των προγραμμάτων Ηλεκτρονικής Μάθησης με βάση τα δημογραφικά και λοιπά ατομικά χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων στην έρευνα και να ανιχνευθούν πιθανοί αντιπροσωπευτικοί τύποι χρηστών. Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων πραγματοποιήθηκε συνδυαστική χρήση δύο ερευνητικών εργαλείων, του ερωτηματολογίου και της συνέντευξης, με τα οποία επιχειρήθηκε σύζευξη τόσο ποσοτικών όσο και ποιοτικών μεθόδων έρευνας για την αρτιότερη διερεύνηση του ζητήματος. Αξιοποιήθηκαν στοιχεία που αφορούν το τρίτο επίπεδο του μοντέλου αξιολόγησης επιμορφωτικών προγραμμάτων του D.Kirkpatrick (Συμπεριφορά), ενώ χρησιμοποιώντας ως πρότυπο την κατηγοριοποίηση του μοντέλου των Baldwin και Ford, εξετάστηκε η συμβολή παραγόντων, όπως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εκπαιδευόμενου, τα χαρακτηριστικά του επιμορφωτικού προγράμματος, τα χαρακτηριστικά του εργασιακού περιβάλλοντος και γενικά χαρακτηριστικά της Ηλεκτρονικής Μάθησης.