Η αρχιτεκτονική του Μοναστηρίου (Βιτώλια): εθνοτική συνύπαρξη και αστικοί μετασχηματισμοί (1863-1912)

 
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :

Αποθετήριο :
Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
κοινοποιήστε το τεκμήριο




2014 (EL)

Architecture of Monastiri (Bitolia): ethnic coexistence and urban transformations (1863-1912)
Η αρχιτεκτονική του Μοναστηρίου (Βιτώλια): εθνοτική συνύπαρξη και αστικοί μετασχηματισμοί (1863-1912)

Kotsopoulos, Sofoklis
Κωτσόπουλος, Σοφοκλής

Monastiri (or Bitolia) and its surrounding area had already played an important role in ancient times (as Iraklia) as far as the development of Macedonia is concerned, due to its key geostrategic position. During the dominion of the Ottoman Empire, the town of Monastiri developed into a major administrative and military centre of the western frontier, which led to growth in the population as well as in economic strength. From descriptions of European travelers, we are left with the image of a culturally interesting idyllic town, with a particularly notable market. The end of the 18th century marks a significant period, when Vlach-speaking Greeks gathered in the town because they were driven away by the Turkish-Albanian incursions in the area of Moschopolis. The general unrest of the 19th century as well as the struggle for the conquest of territories during the fall of the Ottoman Empire shows its hard face in Western Macedonia, and in particular in the area of Monastiri. On the cusp of the 20th century, the armed and diplomatic struggle reached its climax, especially between the Greeks and the Bulgarians, the main facets of which were the Greek Macedonian Struggle (1904–1908) on one side and the Ilinden Uprising of 1903 on the other.The result of this ethnic co-existence in Monastiri, which can be found in other urban centers of Macedonia during the Ottoman Empire period, meant that at the end of the 19th century, its population was made up of Turks and Turkish-Albanians (approximately 40-45%), Greeks (approximately 25-30%: Greek-speaking, Vlacho-speaking, Albanian-speaking and Slav-speaking) Bulgarians or Slavs (approximately 15%), Jews (approximately 10%) and Europeans (approximately 5%), which made up in total, about 50.000 inhabitants. Due to the complex and fragile political situation in the region, propaganda movements such as the Romanian one flourished – one that intended to bleed the populous Vlach-speaking Greek population, with its alleged linguistic similarities. The end of the 19th and beginning of the 20th centuries mark the pinnacle of the town’s economic and cultural status. The rail link between Thessaloniki and Monastiri in 1883, trade and movement of people and goods caused an unprecedented boom. As a continuation of this economic prosperity, we see the advent of concern, especially in the Greek community, for education, the radius of which reached as far as the outskirts and beyond of the city. At the same time, music, poetry photography and architecture flourished, as well as social organization in cultural and charitable associations, which are evidence of the intellectual level of the people of Monastiri, a direct result of their business activities in Central Eastern Europe. The fire which broke out in the market area in 1863 presents a point of reference for the urban development of Monastiri, along with the concern of the authorities for the city area. The new sector was rebuilt in square plots (grid), whereas in next decades, consolidation projects had been carried out, like the scaffolding of the river Idragoras, etc. The Chamidie high street saw most of the commercial activity, the tributaries of the river saw the public offices, while the districts, which had no particular demarcation lines, presented a relative homogeneity, firstly in the religious, and secondly in the ethnic identity of their residents. The Turks inhabited the north, the Jews the north-east, but the Christians made their home the south, with the Greeks settling south-west in the Hellenic-Vlach district, this district housing the greatest number of noteworthy buildings. During an evaluation of 245 buildings (of which 235 are still standing), the dominance of the type of building with a certain ground plan comes to light: the one with a central axis of symmetry – the hall with the main areas of use placed on either side. Not so common in the residences is the type with four spaces of use, while the type with a side axis can be found mainly in buildings where the ground floor houses a shop. The presence of a variety of aesthetic choices in relation to modernist notions prevailing in 19th century Europe, the century of historicism and revivals of styles, allowed an experimental scientific classification of architectural production. With the dominant trend of classicism in architectural expression in the city, we can distinguish three sections: a) buildings on the edge of traditional architecture and classicism, b) buildings with revivals of historical style and c) eclectic buildings. Of particular importance for the development of the architecture and the production of individual elements (pediments, cornices, balustrades, geisipodes, corbels, etc) served as the manufacturing technology and the wide dissemination of new materials, mainly of brick and ironThe relation between the uses with rhythmologic study of buildings gives one initial interpretation of the choice of ground plan and morphological elements. However, a better understanding of architectural choices comes through social investigation by the owners and carriers. This study reveals the superiority of the Greek community, whether expressed through the construction of municipal buildings (schools, hospitals) or private homes. It highlights the emergence of an upper middle class as a vehicle of modernizing trends and trends of modern architecture, which created the great tradition of Monastiri.
Το Μοναστήρι (ή Βιτώλια) και η ευρύτερη περιοχή του διετέλεσαν ήδη από την αρχαιότητα (ως Ηράκλεια) σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της Μακεδονίας, λόγω της καίριας γεωστρατηγικής της θέσης. Κατά την περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας η πόλη του Μοναστηρίου εξελίχθηκε σε μείζον διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο των δυτικών συνόρων, με αποτέλεσμα την πληθυσμιακή αύξηση και την οικονομική ενδυνάμωση. Από τις περιγραφές των Ευρωπαίων περιηγητών, αντιλαμβανόμαστε μία ειδυλλιακή πόλη, πολιτισμικά ενδιαφέρουσα με ιδιαίτερα αξιοσημείωτη αγορά. Περίοδος τομή αποτελεί το τέλος του 18ου αιώνα, οπότε συρρέουν στην πόλη εκδιωχθέντες βλαχόφωνοι Έλληνες από τις επιδρομές των Τουρκαλβανών στην περιοχή της Μοσχόπολης. Ο γενικότερος αναβρασμός του 19ου αιώνα και η διαμάχη για την κατάκτηση εδαφών της διαφαινόμενης πτώσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, θα εμφανίσει το πλέον σκληρό του πρόσωπο στη Δυτική Μακεδονία και ειδικότερα στην περιοχή του Μοναστηρίου. Στο μεταίχμιο του 19ου και του 20ου αιώνα θα κορυφωθεί η ένοπλη και η διπλωματική διαμάχη, κυρίως μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, με κύριες εκφάνσεις τον ελληνικό Μακεδονικό Αγώνα (1904–1908) από τη μία και την επανάσταση του Ίλιντεν (1903) από την άλλη. Αποτέλεσμα αυτής της εθνοτικής συνύπαρξης στο Μοναστήρι, που συναντάται και σε άλλα αστικά κέντρα της Μακεδονίας στην περίοδο της οθωμανοκρατίας, ήταν στα τέλη του 19ου αιώνα να αποτελείται από Τούρκους και Τουρκαλβανούς (περίπου 40-45%), Έλληνες (περ. 25-30%: ελληνόφωνους, βλαχόφωνους, αλβανόφωνους και σλαβόφωνους), Βούλγαρους ή Σλάβους (περίπου 15%), Εβραίους (περ. 10%), και Ευρωπαίους (περ. 5%), όπου στο σύνολο αριθμούσαν περίπου 50.000 κατοίκους. Λόγω της σύνθετης και εύθραυστης πολιτικής κατάστασης, στην περιοχή άνθησαν οι προπαγανδιστικές κινήσεις, όπως η ρουμάνικη, η οποία αποσκοπούσε στην αφαίμαξη του πολυπληθούς βλαχόφωνου ελληνισμού, προφασιζόμενη τη γλωσσική ομοιότητα. Το τέλος του 19ου και οι αρχές του 20ου αιώνα αποτελούν την περίοδο της ακμής της πόλης από οικονομικής και πολιτισμικής άποψης. Με σημείο τομή τη σιδηροδρομική σύνδεση Θεσσαλονίκης – Μοναστηρίου το 1883, το εμπόριο και η μετακίνηση ανθρώπων και αγαθών γνωρίζουν πρωτοφανή άνθιση. Ως συνέχεια της οικονομικής ευημερίας εμφανίζεται η μέριμνα, ιδίως της ελληνικής κοινότητας, για την εκπαίδευση, με δεδομένη την ακτινοβολία της έξω από τα όρια της πόλης και της ευρύτερης περιοχής. Παράλληλα, η άνθιση της μουσικής, της ποίησης, της φωτογραφίας, της αρχιτεκτονικής αλλά και η κοινωνική οργάνωση σε πολιτιστικούς και φιλανθρωπικούς συλλόγους και φορείς, δείχνουν το πνευματικό επίπεδο των Μοναστηριωτών, αποτέλεσμα της εμπορικής δραστηριότητάς τους στην Κεντροανατολική Ευρώπη.Η πυρκαγιά που ξεσπάει στην περιοχή της αγοράς το 1863, αποτελεί σημείο αναφοράς για την πολεοδομική εξέλιξη του Μοναστηρίου, καθώς και για τη μέριμνα των αρχών για τον χώρο της πόλης. Το νέο τμήμα ανοικοδομείται με ρυμοτομημένα ορθογώνια οικόπεδα, ενώ τις επόμενες δεκαετίες πραγματοποιείται μία σειρά από εξυγιαντικά έργα, όπως τα ικριώματα του ποταμού Υδραγόρα κ.α. Ο κεντρικός δρόμος Χαμιδιέ συγκεντρώνει την κύρια εμπορική δραστηριότητα, οι παραποτάμιοι άξονες τη διοίκηση, ενώ οι επιμέρους συνοικίες, αν και δεν εμφανίζουν σαφή οριοθέτηση, παρουσιάζουν σχετική ομοιογένεια πρωτίστως στη θρησκευτική και δευτερευόντως στην εθνοτική ταυτότητα των πολιτών. Στα βόρεια διαμένουν οι Τούρκοι, στα βορειοανατολικά οι Εβραίοι, ενώ στα νότια οι Χριστιανοί, με τους Έλληνες να χωροθετούνται νοτιοδυτικά, στην ελληνοβλαχική συνοικία, η οποία συγκεντρώνει και τον μεγαλύτερο αριθμό αξιόλογων κτιρίων. Κατά την εξέταση των 245 κτιρίων (εκ των οποίων σώζονται τα 235) γίνεται φανερή η κυριαρχία του τύπου της κάτοψης με τον κεντρικό άξονα συμμετρίας – σάλα, εκατέρωθεν του οποίου τοποθετούνται οι κύριοι χώροι χρήσης. Λιγότερο διαδεδομένος στις κατοικίες είναι ο τύπος του τετράχωρου, ενώ ο τύπος με τον πλευρικό άξονα συμμετρίας συναντάται κυρίως σε κτίρια όπου στο ισόγειο υπάρχει κατάστημα. Η παρουσία μίας ποικιλίας αισθητικών επιλογών σε σχέση με τις νεωτερικές αντιλήψεις που επικρατούν στον ευρωπαϊκό 19ο αιώνα, τον αιώνα του ιστορισμού και των αναβιώσεων των στυλ, επιτρέπει μία πειραματική επιστημονική κατάταξη, της αρχιτεκτονικής παραγωγής. Με κυρίαρχη την τάση του κλασικισμού στην αρχιτεκτονική έκφραση της αρχιτεκτονικής της πόλης, διακρίνονται τρεις ενότητες: α. κτίρια στο μεταίχμιο της παραδοσιακής αρχιτεκτονική και του κλασικισμού, β. κτίρια με αναβιώσεις ιστορικών στυλ και γ. κτίρια εκλεκτικισμού. Ιδιαίτερη σημασία για την ανάπτυξη της εν λόγω αρχιτεκτονικής και την παραγωγή των επιμέρους στοιχείων (αετώματα, γείσα, μπαλαούστρες, γεισίποδες, φουρούσια κ.α.) διετέλεσε η κατασκευαστική τεχνολογία και η ευρεία διάδοση των νέων υλικών και κυρίως του οπτόπλινθου και του χυτοσίδηρου.Ο συσχετισμός των χρήσεων με τη ρυθμολογική διερεύνηση των κτιρίων δίνει μία πρώτη ερμηνεία της επιλογής της κάτοψης και των μορφολογικών στοιχείων. Ωστόσο, πληρέστερη κατανόηση των αρχιτεκτονικών επιλογών επέρχεται μέσω της κοινωνικής διερεύνησης των ιδιοκτητών και των φορέων. Από αυτή την έρευνα προκύπτει η υπεροχή της ελληνικής κοινότητας, είτε αυτή εκφράστηκε με την ανοικοδόμηση κοινοτικών κτιρίων (σχολεία, νοσοκομεία) είτε με τις ιδιωτικές κατοικίες. Αναδεικνύεται η ανάδυση μίας αστικής τάξης, ως φορέας των εκσυγχρονιστικών τάσεων και της νεωτερικής αρχιτεκτονικής, η οποία δημιούργησε τη μεγάλη παράδοση του Μοναστηρίου.

PhD Thesis

Western Macedonia
Humanities and the Arts
Δυτική Μακεδονία
Βαλκάνια 19ου αιώνα
Europeanisation
Eclecticism
Επιστήμες Μηχανικού και Τεχνολογία
Τέχνες (Τέχνες, Ιστορία της Τέχνης, Ερμηνευτικές Τέχνες, Μουσική)
Engineering and Technology
Εκλεκτικισμός
Urbanity
Εξευρωπαϊσμός
Other Engineering and Technologies
Arts (arts, history of arts, performing arts, music)
Αρχιτεκτονική του Εκλεκτισμού
Αστικότητα
Balkans of 19th century
Άλλες Επιστήμες Μηχανικού και Τεχνολογίες
Architecture of Eclectism
Ανθρωπιστικές Επιστήμες και Τέχνες


Ελληνική γλώσσα

2014


Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ)
Aristotle University Of Thessaloniki (AUTH)

BY_NC_ND



*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των αντίστοιχων Φορέων περιεχομένου.