After failing to reject the null of a unit root in the classical dividend-price ratio (dp), we show that a cointegrating relationship between dividends and prices exists. We then define the modified dividend-price ratio (mdp), as the long run trend deviation between log dividends and prices. Using S&P 500 data for the periods (1926-2009), (1926-2012) and (1965-2012), we show that mdp provides substantially improved forecasting results over the classical dp ratio. Out of sample, while the classical dp ratio cannot outperform the “mean” benchmark for any useful horizon, an investor who employs the modified dp ratio will do better in forecasting 3-5-and 7-year returns with a coefficient of determination of 15%, 32% and 36% respectively. The results remain robust for the second and third data interval. In sample, the coefficient of determination of mdp reaches the 70% for the subsample and 45% for the larger samples. Moreover, when both ratios are present in a multivariate setting, the classical dividend price ratio fails to bring any extra information about future returns. Thus, in the presence of the modified ratio, the only thing left for the classical dividend-price ratio to predict is its forward looking value.
Βασικό ερευνητικό αντικείμενο της παρούσας διδακτορικής διατριβής αποτελεί η τροποποίηση της μερισματικής απόδοσης, ώστε να παρουσιάζει καλύτερα αποτελέσματα όσον αφορά την πρόβλεψη των αποδόσεων, τόσο εντός όσο και εκτός δείγματος, σε σχέση με την κλασική μερισματική απόδοση. Η σύνθεση της τροποποιημένης μερισματικής απόδοσης βασίζεται στη παραδοχή της ύπαρξης συνολοκλήρωσης ανάμεσα στα μερίσματα και τις τιμές, ικανοποιώντας τη βασική σχολή θεμελιώδους σκέψης. Χρησιμοποιώντας δεδομένα για τον δείκτη S&P 500 για τα χρονικά διαστήματα (1926-2009), (1926-2012) και (1965-2012), καταλήξαμε στα εξής συμπεράσματα για την εκτός δείγματος ανάλυση: Στο πρώτο διάστημα η τροποποιημένη μερισματική απόδοση μπορεί να ερμηνεύσει το 15%, το 32% καθώς και το 36% της μεταβλητότητας των μελλοντικών αποδόσεων σε ορίζοντα τριών (3), πέντε (5) και επτά (7) ετών αντίστοιχα, κάτι το οποίο δεν μπορεί να επιτευχθεί με την κλασσική μερισματική απόδοση. Τα εν λόγω ποσοστά ανέρχονται στο 7%, στο 26% και στο 31% για το δεύτερο διάστημα και παραμένουν ανάλογα και για το τρίτο διάστημα. Όσον αφορά την εντός δείγματος ανάλυση, η τροποποιημένη μερισματική απόδοση παρουσιάζει μεγαλύτερα ποσοστά ερμηνείας της διακύμανσης των μελλοντικών αποδόσεων, σε σχέση με την κλασική μερισματική απόδοση, που αγγίζουν το 70% για το διάστημα (1965-2012) και το 49% για τα ευρύτερα διαστήματα. Επιπλέον, παρούσας της τροποποιημένης μερισματικής απόδοσης, η μερισματική απόδοση μπορεί να προβλέψει μόνο τον παράγοντα ορθολογικής φούσκας (δηλαδή την μελλοντική σταθμισμένη μερισματική απόδοση), παρουσιάζοντας με αυτόν τον τρόπο μία τεχνητή ικανότητα πρόβλεψης των αποδόσεων σε μεγαλύτερους χρονικούς ορίζοντες από αυτούς που υποδηλώνονται με βάση την τροποποιημένη μερισματική απόδοση.