The aim of the study was to address the question of whether, in the course of foreign language learning, the oral correction of learners’ errors in their first language is more effective than that delivered in the foreign as to their grammatical development in a specific target form. The review of the relevant literature laid the foundations for the evaluation of teachers’ first language use and the assessment of feedback effectiveness, highlighting the need for experimental testing of their multifaceted effects. For this purpose, three treatment conditions, with oral corrective feedback in Greek, in English and without any correction, were organized, targeting two pre-selected English grammatical structures and with primary school pupils as participants. The effects of these were measured by means of written and oral pre- and post-testing of learners’ performance in these structures. The statistical analyses of the test scores obtained showed that learners who were corrected, either in Greek or in English, did better than those who were not corrected and those who received feedback in Greek maintained their gains more in the long run. Also, it was found that this variation was mainly due to the students of lower proficiency, as those of higher proficiency did almost the same, having gained equal benefits and showing a more consistent performance. Finally, the issue of the learners’ readiness for this stage of second language acquisition emerged, as it was crucial to the outcomes of instruction.
Σκοπός της διατριβής ήταν η εξέταση του ερωτήματος αν κατά την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας η προφορική διόρθωση των λαθών των μαθητών, στη μητρική τους γλώσσα είναι πιο αποτελεσματική από ότι στην ξένη ως προς την ανάπτυξη μιας συγκεκριμένης γραμμματικής δομής. Η επισκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας έθεσε τις βάσεις αξιολόγησης της χρήσης της μητρικής γλώσσας και της προφορικής ανατροφοδότησης από τον καθηγητή, αναδεικνύοντας την ανάγκη για πειραματικό έλεγχο των επιδράσεών τους. Για το σκοπό αυτό τρεις συνθήκες διδασκαλίας, με διόρθωσή στα ελληνικά, στα αγγλικά και χωρίς καμία διόρθωση, σε δύο συγκεκριμένες αγγλικές γραμματικές δομές οργανώθηκαν με συμμετέχοντες μαθητές δημοτικού. Τα αποτελέσματα αυτών μετρήθηκαν με γραπτές και προφορικές δοκιμασίες των συμμετεχόντων πριν και μετά τη διδασκαλία τους. Οι στατιστικές αναλύσεις των επιδόσεων έδειξαν ότι οι μαθητές που έλαβαν διόρθωση, είτε στα ελληνικά ή στα αγγλικά, τα πήγαν καλύτερα από αυτούς που δεν έλαβαν διόρθωση, με αυτούς που έλαβαν στα ελληνικά να διατηρούν τα οφέλη τους περισσότερο σε βάθος χρόνου. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι η διαφοροποίηση προήλθε κυρίως από τους μαθητές χαμηλότερου επιπέδου γλωσσομάθειας, καθώς οι μαθητές υψηλότερου επιπέδου γλωσσομάθειας επωφελήθηκαν σχεδόν το ίδιο και είχαν και πιο συνεπή επίδοση. Τέλος, το θέμα της ετοιμότητας των μαθητών για αυτό το στάδιο της γλωσσικής απόκτησης τέθηκε, καθώς ήταν κρίσιμο στην έκβαση της διδασκαλίας.