Σκοπός της διατριβής ήταν η διερεύνηση των συνθηκών, κατά τη δεκαετία του ’50, που οδήγησαν στην ίδρυση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας, αλλά και η μελέτη του έργου και της προσωπικότητας του σκηνοθέτη και θεατρανθρώπου Κυριαζή Χαρατσάρη, από τη γέννηση μέχρι το θάνατό του (1912-1971). Η διατριβή βασίζεται στην μεθοδολογία του πεδίου, όπως αναπτύχθηκε από τον Pierre Bourdieu, και εξετάζει την μεταμόρφωση της κεντρικής ιδεολογίας της ελληνικότητας της πόλης της Θεσσαλονίκης στην ανάγκη ύπαρξης μίας κρατικής θεατρικής σκηνής, που συντελέστηκε από το σύνολο σχεδόν των πνευματικών ανθρώπων της πόλης, το οποίο στη διατριβή ονομάζουμε πνευματική Θεσσαλονίκη. Η πνευματική Θεσσαλονίκη, ως συλλογικό υποκείμενο, θα συναντηθεί στο θεατρικό πεδίο με τον Κυριαζή Χαρατσάρη, θα αποτύχει όμως, εξαιτίας δικών της αντιφάσεων, να ελέγξει τον τρόπο ίδρυσης του Κ.Θ.Β.Ε., όταν αυτό θα συντελεστεί (1961). Από την πλευρά του, ο Κυριαζής Χαρατσάρης, από μία ελπίδα της πνευματικής πόλης για την δημιουργία αυτόνομης θεατρικής ζωής, θα ακολουθήσει μία μοναχική πορεία στο θέατρο, δημιουργώντας ποιοτικές παραστάσεις, μέχρι την όψιμη ένταξή του στον κρατικό οργανισμό και τον αιφνίδιο θάνατό του.
The aim of the presented thesis was the study of the conditions, which, during the ‘50s, led on to the National Theatre’s of Northern Greece institution and, at the same time, it presents the work and life of director Kyriazis Haratsaris from his birth to his death (1912-1971). The thesis is based on the methodology of field, as developed by Pierre Bourdieu, and it examines the transformation of Thessaloniki’s central ideology of “hellenicism” [the anxiety for the preservation of the Greek character of the city] to the need for a state theatre, which was contributed by the city’s intellectuals, who our thesis names as “intellectual Thessaloniki”. This collective subject met with Kyriazis Haratsaris on the field of theatre, but it failed to control the way National Theatre of Northern Greece was finally established (1961). On his part, Kyriazis Haratsaris, who used to be the city’s hope for autonomous theatrical life, followed a lonely career, presenting theatre performances of quality, since his late integration at the state organization and his unexpected death