The main aim of the PhD thesis "Τhe contribution of the Lacanian analytical theory to the approach of the architectural work" is to prove that for the better understanding and interpretation of the architectural form, the tools of psychoanalysis are required. Historical and theoretical analysis of architectural works are incomplete or contradictory, precisely because in order to fully decrypt the mind of a creator, it is necessary to involve a psychologist capable of identifying and interpreting those experiences of the creator (traumatic or not) that determined the content of his works and his relationship with architecture. The use of psychoanalytic methods contributes to revealing elements that are inherent in the architectural work, but concealed. It is therefore a thesis on the emergence of what cannot be spoken in architecture: what the creator repels and refuses to confess directly to the viewer or even to himself.The starting point of the dissertation is the view of Architecture as a Fine Art. In the broader field of art, special cases of subversive interpretations of works, analyzed by psychoanalysts, psychologists or psychiatrists, have been found, offering an exceptionally different reading compared to art historians and theorists. Sigmund Freud's analysis of Michelangelo's Moses, Julia Kisteva's approach to Bernini's St. Tereza and Guiliana Katz's and Henry Krystal's interpretation of Giorgio de Chirico’s manuscript form a strong example of an unconventional approach to meaning in art. The transfer of this approach in the field of architecture will undoubtedly be a new way of reading it. Therefore, in this thesis, recognized psychologists are involved, who undertake the task of adding to their existing historical and theoretical analysis, their own perspective on selected works of modern architecture.
Βασικός στόχος της διδακτορικής διατριβής με τίτλο «Η συνδρομή της λακανικής αναλυτικής θεωρίας στην προσέγγιση του αρχιτεκτονικού έργου», είναι να αποδειχθεί ότι για την βαθύτερη κατανόηση και ερμηνεία της αρχιτεκτονικής μορφής απαιτούνται τα εργαλεία της ψυχανάλυσης. Οι ιστορικές και θεωρητικές αναλύσεις των αρχιτεκτονικών έργων είναι ελλιπείς ή αντιφατικές, ακριβώς διότι για να αποκρυπτογραφηθεί εξολοκλήρου η σκέψη ενός δημιουργού είναι αναγκαία η συμμετοχή ενός ψυχολόγου ικανού να εντοπίσει και να ερμηνεύσει εκείνα τα βιώματα του δημιουργού (τραυματικά ή μη) που καθόρισαν αφενός το περιεχόμενο των έργων του και αφετέρου τη σχέση του με την αρχιτεκτονική. Η χρήση ψυχαναλυτικών μεθόδων συμβάλλει στην αποκάλυψη στοιχείων που ενυπάρχουν στο αρχιτεκτονικό έργο, αλλά υποκρύπτονται. Πρόκειται συνεπώς για μια διατριβή επί της ανάδειξης του ανείπωτου στην αρχιτεκτονική: ό,τι ο δημιουργός απωθεί και αρνείται να ομολογήσει ευθέως στον θεατή ή ακόμα και στον ίδιο τον εαυτό του.Αφετηριακή προϋπόθεση της διατριβής αποτελεί η θεώρηση της Αρχιτεκτονικής ως καλής τέχνης. Στο ευρύτερο πεδίο των τεχνών εντοπίζονται ειδικές περιπτώσεις ανατρεπτικής ερμηνείας έργων, των οποίων η ανάλυση πραγματοποιήθηκε από ψυχαναλυτές, ψυχολόγους ή ψυχιάτρους, προσφέροντας μια εξαιρετικά διαφορετική ανάγνωση σε σχέση με τους ιστορικούς και θεωρητικούς της τέχνης. Η ανάλυση του Sigmund Freud για τον Μωυσή του Michelangelo, η προσέγγιση της Αγίας Θηρεσίας του Bernini από την Julia Kisteva και η ερμηνεία των Guiliana Katz και Henry Krystal για την μορφή του ανδρείκελου στο έργο του Giorgio de Chirico συνιστούν ισχυρά παραδείγματα μιας αντισυμβατικής προσέγγισης του νοήματος στην τέχνη. Η μεταφορά αυτής της προσέγγισης στο πεδίο της αρχιτεκτονικής θα αποτελέσει αναμφισβήτητα έναν νέο τρόπο ανάγνωσής της. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της διατριβής, εμπλέκονται εσκεμμένα αναγνωρισμένοι ψυχολόγοι, οι οποίοι αναλαμβάνουν να προσθέσουν στις υφιστάμενες ιστορικές και θεωρητικές αναλύσεις, τη δική τους οπτική για επιλεγμένα έργα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής.