The negative declaratory relief, provided for in Art. 70 GrCCP, constitutes a remedy of special importance. This study seeks to demonstrate the effects of the institution at stake on all procedural aspects under the light of the teleological method. Almost a century after the release of the late Professor Georgios Mitsopoulos’ classical study (The declaratory relief under the Greek procedural law, Athens 1947), the entering into force of the Greek Code of Civil Procedure and the birth of the European civil procedural novum fully justify new approaches to the negative declaratory action. The negative declaratory relief is dealt with as an aspect of the fundamental right to a fair trial and, in particular, of the right for a judgment on the merits under Arts. 20 GrConst., 6 ECHR (droit d’action, Klagerecht). In this respect, a binding declaration of a plaintiff’s substantial right is not sought through a negative declaratory action. The study aims to stress the sharp distinction between the regular legitimation and the so-called legitimate function of the legal interest, as well as to verify action’s rejection on the merits, in case the same deficit affects both procedural and substantial prerequisites (Theorie der doppelrelevanten Tatsachen). Furthermore, the theory of the concrete determination of the matter of the dispute (Substantiierungstheorie) (Arts. 216, 322, 324 GrCCP) succumbs due to the defensive character of the remedy, when a negation -contrary to an objection- constitutes the cause of action. In respect with the Brussels Ibis Regulation (No. 1215/2012), the provisions for certain special jurisdictional rules such as Art. 7 nr. 1 (matters relating to a contract) Art. 7 nr. 2 (matters relating to tort or delict), as well as the exclusive jurisdictional rules of Art. 24 are at stake. In addition, jurisdictional provisions embodied in regulations nr. 2201/2003 and nr. 4/2009 are also examined along with issues arising from the European lis pendens and the so-called “torpedo” phenomenon.
Ιδιαίτερη θέση ανάμεσα στα ένδικα βοηθήματα κατέχει η αρνητική αναγνωριστική αγωγή του άρθρ. 70 ΚΠολΔ. Η παρούσα μελέτη σκοπό έχει να αναδείξει την ετερότητα του θεσμού σε κομβικά ζητήματα που διατρέχουν το δικονομικό δίκαιο καθ' όλου, υπό το πρίσμα της τελολογικής μεθόδου. Η πάροδος σχεδόν ενός αιώνα από το κλασικό έργο του αοιδίμου ακαδημαϊκού Γεωργίου Μητσοπούλου (Η αναγνωριστική αγωγή κατά το ελληνικόν δικονομικόν δίκαιον, Αθήνα 1947), η εν τω μεταξύ θέση σε ισχύ του ΚΠολΔ και η ανάδυση του νεοπαγούς κλάδου του ευρωπαϊκού δικονομικού δικαίου, δικαιολογούν την απόπειρα μιας νέας προσέγγισης του θεσμού της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής, ενταγμένου στη σύγχρονη ουσιαστική και δικονομική πραγματικότητα. Η αρνητική εκδοχή της αναγνωριστικής αγωγής, ως έκφανση της συνταγματικώς κατοχυρωμένης αξίωσης έννομης προστασίας για έκδοση απόφασης επί της ουσίας κατ’ άρθρ. 20 Σ, 6 ΕΣΔΑ (δικαίωμα προς αγωγή), συνιστά τη μόνη περίπτωση, κατά την οποία δεν ανυψώνεται σε αντικείμενο της δικονομικής αξίωσης ένα ουσιαστικό δικαίωμα του ενάγοντος. Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στη διάκριση μεταξύ κατά κανόνα νομιμοποίησης και των περιπτώσεων ανάδυσης της νομιμοποιητικής λειτουργίας του εννόμου συμφέροντος, καθώς και στην απόρριψη της αγωγής για το βαρύτερο ελάττωμα, όταν το ίδιο στοιχείο επιδρά ταυτοχρόνως στο παραδεκτό και τη βασιμότητα της αγωγής (θεωρία των διπλώς ενεργούντων γεγονότων). Υπό το φως της ουσιαστικώς αμυντικής ιδιοπροσωπίας του ενδίκου βοηθήματος, η θεωρία του συγκεκριμένου προσδιορισμού (ΚΠολΔ 216, 322, 324) κάμπτεται, όταν σε ιστορική βάση της αγωγής ανυψώνεται άρνηση, σε αντιδιαστολή με την περίπτωση κατά την οποία θεμέλιο της αγωγής αποτελεί ένσταση. Μελετώνται, περαιτέρω, οι δικαιοδοτικές βάσεις του άρθρ. 7 σημ. 1 (δικαιοδοτική βάση της σύμβασης) και 7 σημ. 2 (δικαιοδοτική βάση της αδικοπραξίας), του άρθρ. 24 (αποκλειστικές βάσεις δικαιοδοσίας) του Κανονισμού 1215/2012 με ειδικότερη επικέντρωση στις οριοθετήσεις του πεδίου ισχύος επί αρνητικών αναγνωριστικών αγωγών. Αντικείμενο έρευνας συνιστούν και οι περιπτώσεις εφαρμογής των Κανονισμών 2201/2003 και 4/2009 επί αρνητικών αναγνωριστικών αγωγών, καθώς και ζητήματα ευρωπαϊκής εκκρεμοδικίας, με έμφαση στο λεγόμενο φαινόμενο της «τορπίλης» (torpedo action).