A successful educational system, responding to modern needs, can positively contribute -through adaptations and updating methods- to the development of a flexible pedagogical environment. The school leader contributes decisively to this direction at the school's micro level.The purpose of the present study is to investigate the way how leaders can manage their school autonomy and use the margins that greek education system offers them, in order to develop a contemporary and innovative educational environment.For the purpose above, the study investigates on the one hand the interaction between leaders and the teaching staff during the introduction of an educational innovation while on the other hand she investigates the intention of the leaders to support the introduction of innovative educational activities and the intention of teachers to participate in them. At the same time the study explores individual effectiveness variables, such as the gender of leaders and teachers, their professional experience and qualifications. One hundred seventy five (175) leaders of Primary Schools and three hundred sixty four (364) teachers in Attica participated in a sample survey, which ended up showing statistically significant differences between the two subjects.The crucial insight of the study is that the management’s quality of school autonomy on behalf of the leader contributes not only to the democratization of the educational process, but also to the adoption of sustainable solutions.The way of managing the school autonomy not rarely reflects the personal status of the leader, in other words it depends on the gender, his/her professional experience and academical qualifications.The systematic promotion and the coordinate development of a sustainable innovative school environment requires the appropriate formulation of education policy measures.
Ένα επιτυχημένο εκπαιδευτικό σύστημα, ανταποκρινόμενο στις σύγχρονες ανάγκες, δύναται μέσω προσαρμογών και επικαιροποίησης να συμβάλει θετικά στη διαμόρφωση ενός ευέλικτου παιδαγωγικού περιβάλλοντος. Ο Διευθυντής της σχολικής μονάδας συμβάλλει αποφασιστικά στην κατεύθυνση αυτή στο μικρο-επίπεδο του σχολείου. Βασικός σκοπός της ανά χείρας ερευνητικής εργασίας είναι η μελέτη της συμβολής του Διευθυντή στη διαχείριση της σχολικής αυτονομίας και στην αξιοποίηση των παρεχόμενων από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα περιθωρίων, ως προϋπόθεση για την ανάπτυξη ενός καινοτόμου και δημιουργικού σχολικού κλίματος και περιβάλλοντος. Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται αφενός μέσα από τη διερεύνηση της αλληλεπίδρασης Διευθυντή και διδακτικού προσωπικού κατά την εισαγωγή μιας καινοτομίας στο σχολικό περιβάλλον αφετέρου μέσα από τη διερεύνηση της πρόθεσης των Διευθυντών στην υποστήριξη της εισαγωγής καινοτόμων εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων και της πρόθεσης των εκπαιδευτικών να συμμετάσχουν σε αυτές. Συγχρόνως διερευνώνται επιμέρους μεταβλητές αποτελεσματικότητας, όπως είναι το φύλο των Διευθυντών και των εκπαιδευτικών, η επαγγελματική τους εμπειρία και τα προσόντα τους. Για τον σκοπό και τους στόχους της έρευνας καταλληλότερη μέθοδος κρίθηκε η επισκόπηση ενώ ως εργαλείο συλλογής δεδομένων χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο. Στην έρευνα συμμετείχαν 175 Διευθυντές σχολικών μονάδων Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Αττικής και αντίστοιχα 364 εκπαιδευτικοί. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν την ύπαρξη στατιστικά σημαντικών διαφορών μεταξύ των δύο υποκειμένων. Βασική διαπίστωση της μελέτης αποτελεί το γεγονός ότι η διαχείριση της σχολικής αυτονομίας από την πλευρά του Διευθυντή λαμβάνει τη μορφή του εκδημοκρατισμού της εκπαιδευτικής διαδικασίας, της χάραξης εσωτερικής εκπαιδευτικής πολιτικής, του εκσυγχρονισμού και της αναβάθμισης της σχολικής μονάδας οδηγώντας το σχολείο στην επίτευξη αειφόρων σχολικών επιτευγμάτων.Παράλληλα, ο τρόπος διαχείρισης της σχολικής αυτονομίας αντανακλά όχι σπάνια στο status του Διευθυντή, αποτελεί δηλαδή συνάρτηση του φύλου, της επαγγελματικής του εμπειρίας και των ακαδημαϊκών του προσόντων. Η απεικόνιση της σχολικής πραγματικότητας και των διαφαινόμενων προθέσεων των Διευθυντών και εκπαιδευτικών επιβάλλει τη διατύπωση κατάλληλων προτάσεων/παρεμβάσεων εκπαιδευτικής πολιτικής, για τη συστηματική προώθηση και συντονισμένη ανάπτυξη ενός βιώσιμου καινοτομικού σχολικού περιβάλλοντος.