We have carried out the Phosphatide Kaolin-Agglutination Test on 414 persons, out of which 313 were patients suffering from active pulmonary tuberculosis, 13 had tuberculous pleurisy, 9 had bronchogenic carcinoma and the rest 79 were healthy subjects. From the later group, 52 had a negative tuberculin reaction and 27 a positive one. The purpose of the present study, was the clinical evaluation of the Kaolin-Agglutination Test in the diagnosis of the tuberculosis. In the patients suffering from active pulmonary tuberculosis, the test was positive in 75,4% and negative in 24,6%. In the patients with tuberculous pleurisy the test was positive in a proportion 76,9%.Among the patients with proved bronchogenic carcinoma 2 had positive tests and 7 negative ones.In the healthy subjects with a positive tuberculin reaction, the Kaolin-Agglutination Test was positive in 22,3% and negative in 77,7%, and in those with a negative tuberculin reaction the test was positive in 3,9% and negative in 96,1%. The high percentage of the positive reactions (75,4%) in the tuberculous patients, shows that the test in discussion can be included among the diagnostic methods for the tuberculosis. Further research is needed in order to define the factors responsible for the interpretation of the negative reactions on proved tuberculous patients. In conclusion, this test can be considered as a specific one and can contribute to the diagnosis of tuberculosis, particularly in those cases where the usual diagnostic methods are insufficient.
Έξετελέσαμεν τήν δοκιμασίαν τής φωσφατιδοσυγκολλήσεως έπί καολίνου, έπί 414 έν συνόλω ατόμων. Έξ αυτών, 313 ένόσουν εξ ένεργοϋ πνευμονικής φυματιώσεως, 13 έκ φυματιώδους έξιδρωματικής πλευρίτιδος, 9 έκ βρογχικοϋ καρκινώματος καί 79 ήσαν υγιείς. Έκ τών τελευταίων τούτων περιπτώσεων, 52 είχον άρνητικήν φυματιναντίδρασιν καί 27 θετικήν. Σκοπός τής έφαρμογής τής δοκιμασίας ταύτης ήτο ή έκτίμησις τής συμβολής τής άντιδράσεως εις τήν διάγνωσιν τής φυματιώσεως έν γένει. Είς τούς ασθενείς, οΐτινες έπασχον έξ ένεργοϋ πνευμονικής φυματιώσεως, ή δοκιμασία άπέβη θετική είς ποσοστόν 75,4% καί άρνητική εις 24,6%. Εις τούς άσθενεΐς μετά έξιδρωματικής πλευρίτιδος ή άναλογία ήτο 76,9% καί 23,1% άντιστοίχως. Είς τούς μετά βρογχικοϋ καρκίνου άσθενεΐς αί θετικαί άντιδράσεις ήσαν 2, αί δέ άρνητικαί 7. Τέλος, είς τούς ύγιεΐς μετά θετικής φυματιναντιδράσεως ή δοκιμασία άπέβη θετική είς 22,3% καί άρνητική είς 77,7%, είς δέ τούς μετ’ άρνητικής φυματιναντιδράσεως ή άναλογία ήτο 3.9% καί 96,1% άντιστοίχως. Το υψηλόν ποσοστόν τών θετικών άντιδράσεων (75,4%) έπί τών φυματικών άσθενών, δεικνύει ότι ή δοκιμασία αΰτη δύναται νά συγκαταλεγή μεταξύ τών ειδικών διαγνωστικών μεθόδων τής φυματιώσεως. Τό άρνητικόν άποτέλεσμα έπί ποσοστού 24,6% είς φυματικούς άσθενεΐς μειώνει βεβαίως τό εύρος τής διαγνωστικής συμβολής τής μεθόδου, δεν δύναται όμως νά θέση υπό άμφισβήτησιν τήν εύαισθησίαν αύτής, τήν όποιαν μαρτυρεί τό υψηλόν ποσοστόν τών θετικών άντιδράσεων (75,4%). Διά τήνέρμηνείαν τών άρνητικών άντιδράσεων έπί άποδεδειγμένης φυματιώσεως άπαιτεΐται περαιτέρω έρευνα προς καθορισμόν τών παραγόντων, οΐτινες έπηρεάζουν τήν βιολογικήν ταύτην άντίδρασιν, ώς τοϋτο συμβαίνει καί έπί άλλων βιολογικών άντιδράσεων. Τό γε νϋν έχον, ή άντίδρασις αΰτη δύναται νά θεωρηθή ώς ειδική καί ώς συμβάλλουσα είς τήν διάγνωσιν τής φυματιώσεως, ιδίως είς περιπτώσεις είς άς αί συνήθεις διαγνωστικοί μέθοδοι είναι άνίσχυροι.