This paper deals with the institution of effective regret, as it has been formed over time through criminal theory and the decisions of the Greek courts. Effective regret is the offender's voluntary reparation of the damage caused to legal goods through his criminal act, which marks his mental conversion to the crime and his return to the path of legality. The author examines issues that have occupied legal scholarship, such as the justification of the beneficial effects of effective regret, the legal nature of the institution, the crimes that provide for it and the more specific conditions of its application, as well as the relevant procedural implications. Furthermore, it undertakes a comparative study of the concept of 'regret' as it appears in the provisions introducing the institution under research with related concepts, such as the mitigating circumstance of “sincere repentance” under Article 84 par.2d of the Criminal Code, “regret” as an element of the assessment of the sentence under Article 79 par.3f of the Criminal Code and the “sincere regret” under Article 104B par.1b of the Criminal Code. Subsequently, this paper examines the relationship between effective regret and the procedural law institution of criminal conciliation as well as the substantive criminal law institution of satisfaction of the victim. Starting from the origins of the above institutions and reaching the present day, the author proceeds to analyse the relevant provisions and seeks the position that effective regret can claim in the current criminal environment, taking into account both the extended possibilities offered today to the perpetrator of a criminal act and the generally changing nature of the criminal property law. The paper is completed with the presentation of the author's concluding remarks and the formulation of specific proposals aimed at correcting legislative failures and harmonising the provisions of substantive and procedural criminal law.
Η παρούσα εργασία πραγματεύεται το θεσμό της έμπρακτης μετάνοιας, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί διαχρονικά μέσα από την ποινική θεωρία και τις αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων. Έμπρακτη μετάνοια είναι η εκ μέρους του δράστη οικειοθελής επανόρθωση της βλάβης που προκάλεσε δια της αξιόποινης πράξης του στα έννομα αγαθά, η οποία σηματοδοτεί την ψυχική μεταστροφή του απέναντι στο έγκλημα και την επάνοδό του στο δρόμο της νομιμότητας. Η συγγραφέας εξετάζει ζητήματα που έχουν απασχολήσει την επιστήμη, όπως είναι ο δικαιολογητικός λόγος των ευεργετικών αποτελεσμάτων της έμπρακτης μετάνοιας, η νομική φύση του θεσμού, τα εγκλήματα για τα οποία αυτός προβλέπεται, οι ειδικότερες προϋποθέσεις εφαρμογής του και οι σχετικές δικονομικές προεκτάσεις. Περαιτέρω προβαίνει σε μια συγκριτική μελέτη της έννοιας της «μετάνοιας», όπως αυτή συναντάται στις διατάξεις που εισάγουν τον υπό έρευνα θεσμό, με συγγενείς έννοιες, όπως είναι η ελαφρυντική περίσταση της ειλικρινούς μεταμέλειας κατ’ άρθρ.84 παρ.2 εδ.δ΄ ΠΚ, η μετάνοια ως στοιχείο επιμέτρησης της ποινής κατ’ άρθρ.79 παρ.3 στοιχ.στ΄ ΠΚ και η ειλικρινής μετάνοια του άρθρ.104Β παρ.1 στοιχ.β΄ ΠΚ. Εν συνεχεία, το παρόν πόνημα εξετάζει τη σχέση της έμπρακτης μετάνοιας με το δικονομικό θεσμό της ποινικής συνδιαλλαγής και με την ουσιαστικού ποινικού δικαίου ικανοποίηση του παθόντος. Εκκινώντας από τις απαρχές των ανωτέρω θεσμών και φθάνοντας στο σήμερα, η συγγραφέας προβαίνει στην ανάλυση των σχετικών διατάξεων και αναζητά τη θέση που μπορεί να διεκδικήσει στο ισχύον ποινικό καθεστώς η έμπρακτη μετάνοια, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις διευρυμένες δυνατότητες που προσφέρονται σήμερα στο δράστη αξιόποινης πράξης όσο και την εν γένει αλλαγή του χαρακτήρα του περιουσιακού ποινικού δικαίου. Η εργασία ολοκληρώνεται με την παρουσίαση των συμπερασματικών παρατηρήσεων της συγγραφέως και με την διατύπωση συγκεκριμένων προτάσεων, οι οποίες σκοπούν στη διόρθωση νομοθετικών αστοχιών και στην εναρμόνιση των διατάξεων του ουσιαστικού με αυτές του δικονομικού ποινικού δικαίου.