Εισαγωγή: Η ακράτεια ούρων είναι ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα υγείας που πλήττει κυρίως τις γυναίκες και επιφέρει πολυάριθμα συμπτώματα και επιπλοκές που δυσχεραίνουν την καθημερινή τους ζωή. Υπάρχουν διάφοροι τύποι ακράτειας ούρων και σημαντική διαβάθμιση ως προς τη σοβαρότητα και την ποσότητα των συμπτωμάτων, ωστόσο, ακόμα και στις περιπτώσεις ήπιων συμπτωμάτων, είναι πολύ πιθανόν να επηρεάζεται το επίπεδο ποιότητας ζωής αυτών των γυναικών.
Σκοπός: Βασικός σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η διερεύνηση της ποιότητας ζωής των γυναικών με ακράτεια ούρων που επισκέπτονται τα ιατρεία Π.Φ.Υ. σε ημιαστική περιοχή.
Μεθοδολογία: Μέσω δειγματοληψίας ευκολίας, έγινε συλλογή δεδομένων από 110 γυναίκες που επισκέπτονταν τα ιατρεία της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, ενώ πραγματοποιήθηκε και μία δεύτερη αξιολόγηση μόνο στις 32 από αυτές γυναίκες. Η συλλογή των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με τη χρήση ερωτηματολογίου, το οποίο περιλάμβανε, εκτός των ερωτήσεων των δημογραφικών χαρακτηριστικών, το ερωτηματολόγιο PFQ (”Pelvic Floor Questionnaire”), την υποκλίμακα UDI – 6 (“Urinary Distress Inventory”) του εργαλείου PFDI (“Pelvic Floor Distress Inventory”), και το ερωτηματολόγιο PFIQ - 7 (“Pelvic Floor Impact Questionnaire - 7”), σύντομης μορφής. Μετά τη συλλογή των δεδομένων, έγινε κωδικοποίησή τους και ακολούθησε επεξεργασία των δεδομένων με το στατιστικό πακέτο SPSS v21.
Αποτελέσματα: Από την ανάλυση των δεδομένων προκύπτει ότι οι γυναίκες ενοχλούνταν σε μεγαλύτερο βαθμό από τα συμπτώματα της ουροδόχου κύστης (mean=1,32 ± 0,9), και ακολούθως, από τα συμπτώματα της πρόπτωσης των πυελικών οργάνων (mean=1 ± 1,06), ενώ σε ελάχιστο, σχεδόν μηδαμινό βαθμό, ενοχλούνταν από τα συμπτώματα του εντέρου (mean=0,53 ± 0,81) και από τα προβλήματα που αφορούσαν στη σεξουαλική λειτουργία (mean=0,49 ± 0,81). Όσον αφορά στη συνολική μέση βαθμολογία που αφορούσε στα συμπτώματα σχετικά με την ακράτεια ούρων, την ακράτεια κοπράνων και τη σεξουαλική λειτουργία και τη σοβαρότητα αυτών, εκείνη ήταν ίση με 5,81 ± 3,18, τιμή πολύ χαμηλή που υποδεικνύει ότι οι γυναίκες του δείγματος δεν υποφέρουν σε μεγάλο βαθμό από τα συμπτώματα της ακράτειας ούρων, της ακράτειας κοπράνων και της σεξουαλικής δυσλειτουργίας. Η συνολική μέση βαθμολογία δυσφορίας των γυναικών (UDI – 6) ήταν ίση με 32,57 ± 16,60, τιμή αρκετά χαμηλή, που υποδεικνύει μικρή συνολική δυσφορία των γυναικών που συμμετείχαν στη μελέτη λόγω συμπτωμάτων από το ουροποιητικό. Οι συσχετίσεις έδειξαν ότι όταν μειώνεται η ενόχληση από τα συμπτώματα της ουροδόχου κύστης και της πρόπτωσης των πυελικών οργάνων, αυξάνεται η συνολική ποιότητα ζωής των γυναικών με ακράτεια ούρων (p-value=0,000 <0,05, rs=0,542 και p-value=0,000<0,05, rs=0,829, αντίστοιχα). Επίσης, ο βαθμός ενόχλησης των γυναικών από τη σεξουαλική λειτουργία βρέθηκε ότι συσχετίζεται σημαντικά με τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων της σεξουαλικής λειτουργίας (p-value=0,005<0,05, rs=0,319), αλλά όχι με τη σοβαρότητα των συνολικών συμπτωμάτων, ούτε με τη συνολική δυσφορία (p-value=0,05, rs=0,019) και την ποιότητα ζωής των γυναικών (p-value=0,873, rs=0,230).
Συμπεράσματα: Οι γυναίκες με ακράτεια ούρων που επισκέπτονταν χώρους παροχής πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας παρουσίασαν μέτρια επίπεδα ποιότητας ζωής, χαμηλά επίπεδα δυσφορίας, και χαμηλά επίπεδα σοβαρότητας των συμπτωμάτων. Το γεγονός ότι οι γυναίκες του δείγματος είχαν χαμηλά επίπεδα σοβαρών προβλημάτων υγείας και συμπτωμάτων, μπορεί να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο, παρά το πρόβλημα της ακράτειας ούρων, οι γυναίκες αυτές φαίνεται να διατηρούν μέτρια επίπεδα ποιότητας ζωής.