Η επίτευξη της ποιότητας και της ασφάλειας των τροφίμων που διακινούνται στην
αγορά, και η αποτελεσματική διαχείριση των τροφίμων που δεν συμμορφώνονται με τα όσα
ορίζουν οι νομοθεσίες, είναι ένα κρίσιμο ζήτημα για την προστασία της δημόσιας υγείας. Τα
μη συμμορφούμενα τρόφιμα θέτουν σημαντικούς κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία,
συμπεριλαμβανομένων των τροφιμογενών ασθενειών και των αλλεργικών αντιδράσεων, ενώ
ταυτόχρονα διακυβεύουν την ακεραιότητα του εθνικού και διεθνούς εμπορίου. Η παρούσα
διπλωματική εργασία εξετάζει τις διάφορες κατηγορίες μη συμμορφούμενων τροφίμων,
εστιάζοντας στα αλλεργιογόνα τρόφιμα, και παρουσιάζει τους τρόπους διαχείρισής τους, με
τελικό σκοπό την προστασία του καταναλωτή και της δημόσιας υγείας. Αρχικά, γίνεται
αναφορά στις ισχύουσες νομοθεσίες που χαράζουν τις κατευθυντήριες γραμμές πάνω σε
θέματα που αφορούν τα τρόφιμα. Έπειτα, εξετάζεται σε βάθος ο νόμος 4235/2014, όπως και ο
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002, με σκοπό την καταγραφή των πέντε διαφορετικών
κατηγοριών μη συμμορφούμενων τροφίμων. Γίνεται σαφές το γεγονός ότι μια μη
συμμόρφωση μπορεί να προέλθει από πολλούς διαφορετικούς παράγοντες, κάτι το οποίο
τονίζει την σημασία της προσεκτικής τήρησης των απαιτήσεων που θέτουν οι νομοθεσίες. Μια
περίπτωση μη συμμόρφωσης, είναι η παράληψη της προειδοποίησης για ενδεχόμενη παρουσία
τροφικών αλλεργιογόνων στην επισήμανση ενός τροφίμου. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού
παρουσιάζει αλλεργικές αντιδράσεις σε ένα ή περισσότερα τροφικά αλλεργιογόνα, οι οποίες
σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να γίνουν απειλητικές για την ζωή των αλλεργικών ατόμων.
Παράλληλα, ένας σημαντικός αριθμός διαφορετικών τροφών μπορούν να προκαλέσουν
αλλεργικές αντιδράσεις. Για τους λόγους αυτούς, η σωστή και επαρκής ενημέρωση του
καταναλωτή για τυχόν αλλεργιογόνα συστατικά μέσα στο τρόφιμο είναι εξαιρετικά
σημαντική. Ο εντοπισμός και η διαχείριση των μη συμμορφώσεων, αφορά εξίσου τις
επιχειρήσεις που παράγουν και διαχειρίζονται τα τρόφιμα, τις αρμόδιες αρχές της κάθε χώρας,
και τους καταναλωτές. Οι νομοθεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ελλάδας και των
Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής ορίζουν τις ενέργειες που πρέπει να λαμβάνει ο
καταναλωτής, οι αρμόδιες αρχές, και οι επιχειρήσεις τροφίμων, κατά τον εντοπισμό μιας μη
συμμόρφωσης, αλλά και για την πρόληψη αυτών. Στην Ελλάδα, η αρμόδια αρχή για τον έλεγχο
της ποιότητας και της ασφάλειας των τροφίμων είναι ο ΕΦΕΤ (Ενιαίος Φορέας Ελέγχου
Τροφίμων). Ο ΕΦΕΤ προασπίζει την συμμόρφωση των τροφίμων με γνώμονα την εθνική και
ενωσιακή νομοθεσία, και παράλληλα μεριμνά για την πλήρη ενημέρωση των καταναλωτών σε
θέματα της αρμοδιότητάς του. Η προστασία της δημόσιας υγείας και της αποτελεσματικής
διαχείρισης των μη συμμορφούμενων τροφίμων, πηγάζει από την συνεισφορά και συνεργασία
όλων των εμπλεκόμενων φορέων.