Ιδεολογία, πολιτισμός και διπλωματία στις ελληνοϊταλικές σχέσεις, 1861-1878

 
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :

Αποθετήριο :
Ιδρυματικό Αποθετήριο Ολυμπιάς
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
κοινοποιήστε το τεκμήριο




2019 (EL)

Ιδεολογία, πολιτισμός και διπλωματία στις ελληνοϊταλικές σχέσεις, 1861-1878 (EL)

Ξιούρας, Αλέξανδρος (EL)

Ξιούρας, Αλέξανδρος (EL)
Μανδυλαρά, Άννα (EL)
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Φιλοσοφική Σχολή. Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας (EL)

Οι αγώνες των Ελλήνων και των Ιταλών κατά τον 19ο αιώνα για την εδραίωση της πολιτικής-εθνικής αυτοτέλειά τους και τα πολιτικά και διπλωματικά προσκόμματα που αντιμετώπισαν, ήταν μερικά από τα ζητήματα που ενέπνευσαν την ιταλική και την ελληνική πολιτική-πνευματική ηγεσία των δυο χωρών· αυτές οι δύο ηγεσίες, άλλωστε, πρωτοστάτησαν στα εθνικιστικά τους κινήματα και με το ρομαντικό τους λόγο ανέδειξαν στους δυο λαούς τα κοινά πολιτισμικά χαρακτηριστικά των εθνών τους. Στα κείμενά τους και τις πολιτικές διακηρύξεις τους τόνιζαν την προέλευση των δυο εθνών από την αρχαιότητα, την αλληλέγγυα συνύπαρξή τους στο χρόνο και τη συμβολή τους στην οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξη της Δύσης. Οι παραπάνω ιδεολογίες συγκρότησαν την ιδέα περί όμορων εθνών της Ελλάδας και της Ιταλίας, κληροδοτήθηκαν στα νεογέννητα κράτη που σχηματίσθηκαν το 1830 και το 1861αντίστοιχα και αφομοιώθηκαν στα εθνικιστικά τους κινήματα, δηλαδή στη Μεγάλη Ιδέα και το Risorgimento.. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, θα συνεξετάσουμε το ζήτημα της εθνικής ενοποίησης και συγκρότησης της Ελλάδας και της Ιταλίας την περίοδο 1861-1878, εστιάζοντας στις ιδεολογικές και διπλωματικές σχέσεις που ανέπτυξαν τα δυο κράτη και οι εθνικισμοί τους. Την αλληλεπίδραση των δυο εθνικισμών και τις διπλωματικές σχέσεις που ανέπτυξαν η Ελλάδα και η Ιταλία γύρω από το ζήτημα της αυτοδιάθεσής τους, έχει ερευνήσει πρώτος ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος με την διδακτορική του διατριβή «Risorgimento και Μεγάλη Ιδέα, ελληνοϊταλικές πολιτικές και ιδεολογικές σχέσεις 1859-1862». ΟΑ.Λιάκος, εξετάζοντας το ζήτημα της ιταλικής ενοποίησης την τριετία 1859-1861, παρατήρησε τη θερμή υποδοχή του από τα πολιτικά περιβάλλοντα στην Ελλάδα που κυριαρχούνταν από τη Μεγάλη Ιδέα, καθώς διέκριναν ότι η ρευστή πολιτική συγκυρία στην Ευρώπη επέτρεψε στο ιταλικό κίνημα να ευδοκιμήσει.Κατά συνέπεια, το ελληνικό βασίλειο εκμεταλλεύτηκε την αστάθεια που δημιούργησε η ιταλική ενοποίηση στην πολιτική και διπλωματική σκηνή της Ευρώπης και τη μετέτρεψε σε παράγοντα εθνικιστικής αισιοδοξίας ώστε να προωθήσει αποτελεσματικότερα τα δικά του αλυτρωτικά αιτήματα. Στο πλαίσιο αυτό, οι φορείς τουRisorgimentoκαι της Μεγάλης Ιδέας βρέθηκαν σε διπλωματικές συνομιλίες το έτος 1861-62, με σκοπό να οργανώσουν μια κοινή αλυτρωτική εξέγερση που φιλοδοξούσε να επιταχύνει τον ρυθμό της εθνικής ολοκλήρωσης των κρατών τους και να ξεπεράσει τα όρια που έθεταν στο ζήτημα αυτό οι Μεγάλες Δυνάμεις. Η κατάληξη του σχεδίου ωστόσο, παρέκκλινε από τον αρχικό σκοπό. Στην Ελλάδα, η περίοδος του ιταλικού Risorgimentoσυνέπεσε με μια έντονη εσωτερική απαισιοδοξία που έλαβε αντιδυναστικά χαρακτηριστικάτα οποία συγκεντρώνονταν στο πρόσωπο του Όθωνα. Εν μέσω αυτού του συγκυριακού πλαισίου, οι ελληνοϊταλικέςδιπλωματικές συνομιλίες συμπεριέλαβαν το ζήτημα της εκθρόνισης του Όθωνα και πήραν μια ιδιαίτερη τροπή. Κατά τρόπο ειρωνικό, ο στρατηγός GiuseppeGaribaldi και ο προσφάτως εστεμμένος VittorioEmanuelleII, φορείς της ιταλικής ενοποίησης, αναδείχθηκαν σε κύριους συνομιλητές τόσο των πρωτεργατών της εκδίωξης του Όθωνα, όσο και του ίδιου του βασιλιά της Ελλάδας, ο οποίος ανέπτυξε επαφές μαζί τους ώστε να αφαιρέσει από το ελληνοϊταλικό διπλωματικό πεδίο τα σχέδια ανατροπής του και να συμβάλει στην υλοποίηση του αρχικού του σκοπού, με την πεποίθηση ότι η επιτυχία του αλυτρωτικού εγχειρήματος θα νομιμοποιούσε την εξουσία του στην Αθήνα. Ταυτόχρονα, οι Μεγάλες Δυνάμεις - από την σκιά των οποίων προσπαθούσαν να ξεφύγουν οι φορείς του Risorgimento και της Μεγάλης Ιδέας, αξιοποίησαν την αντιφατικότητα που προέκυψε στο ελληνοϊταλικό διπλωματικό πεδίο, τους στόχους και τα διακυβεύματά του, έθεσαν εμπόδια στην υλοποίηση των αλυτρωτικών σχεδίων των βασιλείων, μεσολάβησαν ώστε να κλείσουν οι συνομιλίες τους και, εν τέλει, διασφάλισαν το statusquoστη Δύση και στην Ανατολή. Κατά συνέπεια, η πολυπλοκότητα των ελληνοϊταλικών σχέσεων το διάστημα 1859-1862-πλούσιο σε γεγονότα και ιδέες- μας οδηγεί να επαναφέρουμεστο ιστοριογραφικό προσκήνιο, μερικά από τα συμπεράσματα της έρευνας του Α.Λιάκουδηλαδή να εξετάσουμε πώς δρομολογήθηκαν οι σχέσεις των βασιλείων ύστερα από τον επίλογο του έτους 1861-62, ο οποίος επιβεβαίωσε στα κράτη την εξάρτησή τους από τις Μεγάλες Δυνάμεις, τη γεωπολιτική τους θέση στη περιφέρεια της δυτικής Ευρώπης και, τέλος, ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν τα επαναστατικά σχέδια για την εκπλήρωση των αλυτρωτικών τους οραμάτων, τα οποία για την Ελλάδα ήταν οι ελληνικές επαρχίες υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία και για την Ιταλία η Ρώμη, που αποτελούσε τη πνευματική-κοσμική εξουσία του Πάπα και η Βενετία, η οποία παρέμενε υπό την εξουσία των Αψβούργων. Εξετάζοντας όψεις της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής των δύο βασιλείων μετά το έτος 1861-62, παρατηρούμε ότι η Ελλάδα και η Ιταλία όχι μόνο έλαβαν σοβαρά υπόψη τους τα παραπάνω μηνύματα από τις πρόσφατες διπλωματικές συνομιλίες τους, αλλά τα προσάρμοσαν και στις μεταγενέστερες. Η επόμενη περίοδος που εξετάζουμε στην εργασία και αφορά τα έτη 1862-1866, φωτίζει τις παραπάνω παρατηρήσεις. Ειδικότερα, το ιταλικό κράτος μεταξύ 1862-1866 έθεσε ως προτεραιότητα την εσωτερική του σταθεροποίηση, η οποία προϋπέθετε την πολιτική και πολιτισμική αναγνώριση της νέας εξουσίας που ανακηρύχθηκε τον Μάρτη του 1861 από τους υπηκόους του. Ταυτόχρονα, το ελληνικό κράτος βρισκότανσε διαδικασία ανασυγκρότησης, η οποία ολοκληρώθηκε με την έλευση του νέου βασιλιά στην Αθήνα, την προσάρτηση των Επτανήσων στο κράτος καιτις αποφάσεις της Β΄Εθνοσυνέλευσης. Τόσο για την Ελλάδα, όσο και για την Ιταλία, οι πορείες σταθεροποίησης και ανασυγκρότησης ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες με το γεωπολιτικό τους περιβάλλον, που περιόριζε την επικράτηση μεγαλεπήβολων αλυτρωτικών σχεδίων.Τα δύο κράτη βρέθηκαν συγχρόνως μπροστά σε μια σύνθετη και πολυεπίπεδη διπλωματική πρόκληση:έπρεπε να ελιχθούν μέσα στο statusquo της Ευρώπης, να παρακολουθήσουν τα εκσυγχρονιστικά κελεύσματά της και να ικανοποιήσουν τις επεκτατικές τους διεκδικήσεις.Στο πλαίσιο αυτό, όπως θα δούμε, το επιχείρημα περί εκσυγχρονισμού προστέθηκε στην ατζέντα με την οποία η Ιταλία και η Ελλάδα-το Risorgimento και η Μεγάλη Ιδέα- οικοδόμησαν τις διμερείς τους σχέσεις και προώθησαν διπλωματικά τις επεκτατικές τους βλέψεις. Η επόμενη περίοδος που θα εξετάσουμεστις ελληνοϊταλικές σχέσειςεκτείνεται από το τέλος του 1865 μέχρι και την άνοιξη του 1866.Μεταξύ 1865-1866 παρατηρείται μια ιστορική τομή στις διμερείς σχέσεις, η οποία προκλήθηκε εξαιτίας μιας διπλωματικής και γεωπολιτικής μεταβολής στο statusquoτης Ευρώπης, των Βαλκανίων και της Ανατολής. Η κρίση αυτή θα πλήξει σταδιακά το λόγο περί εκσυγχρονισμού των κρατών της Ελλάδας και της Ιταλίας. Η τελευταία, θα εγκαταλείψει πρώτη την προσπάθεια εσωτερικής ανασυγκρότησης και με έναν σύντομο, αλυτρωτικό πόλεμο θα διεκδικήσει την προσάρτηση της Βενετίας στην ιταλική επικράτεια. Η κοινή γνώμη της Αθήνας θα υιοθετήσει τα αλυτρωτικά μηνύματα της Ιταλίας και θα «μεταφράσει» τοRisorgimento για την Βενετία υπό το πρίσμα της Μεγάλης Ιδέας. Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν θα αναζητήσει διπλωματικές επαφές με τη γείτονα χώρα. Έτσι, η αλυτρωτική έξαρση που θα επικρατήσει στην Ιταλία την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1866 και η πολιτική αναποφασιστικότητα της ελληνικής κυβέρνησης, θα κινηθεί προς την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, εξαιτίας των πιέσεων που δέχεται από τις Προστάτιδες Δυνάμεις να στρέψουν τους φορείς της Μεγάλης Ιδέας εναντίον του ιταλικού κράτους. Η επόμενη περίοδος που θα εξετάσουμε αφορά την τριετία 1866-1869, όταν στο επίκεντρο της ελληνοϊταλικής διπλωματίας θα βρεθεί η Κρητική Επανάσταση. Για την περίοδο μεταξύ 1866-67 θα αντιμετωπίσουμε την προσπάθεια των δυο βασιλείων να ξεπεράσουν τις δυσκολίες που θέτουν στην κρητική εξέγερση οι Μεγάλες Δυνάμεις. Για το διάστημα 1868-69 θα αναλύσουμε τομετασχηματισμό που εντοπίζεται στις διπλωματικές σχέσεις των κρατών. Τέλος, θα εξετάσουμε την ελληνοϊταλική διπλωματία κατά τη δεκαετία του 1870, μια μεταβατική περίοδο, που φέρει χαρακτηριστικά της περιόδου 1868-69 και αποκρυσταλλώνεται με την επαναφορά του Ανατολικού Ζητήματος μεταξύ 1875-78. Το τέλος της κρίσης στη Δύση και στην Ανατολή θα επισφραγίσει ένα δομικό μετασχηματισμό στις διμερείς σχέσεις της Ελλάδας και της Ιταλίας. Από το 1878 και έπειταη Ιταλία θα λάβει ενεργό μέρος στους αποικιακούς ανταγωνισμούς των Μεγάλων Δυνάμεων και στο εξής οι φορείς του Risorgimento θα αντιμετωπίζουν την Ελλάδα και την Ανατολή από θέση ισχύος. Η Ιταλία, έχονταςεδραιώσει τη θέση της στην κεντρική ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, θα αναδειχθεί σε ισχυρό ανταγωνιστή της Ελλάδας και της Μεγάλης Ιδέας σε ό,τι αφορά στις βλέψεις της στην Ανατολή καιοι σχέσεις Risorgimento και Μεγάλης Ιδέας θα αναθεωρηθούναπό τους φορείς τους. (EL)

masterThesis

Ελληνοϊταλικές σχέσεις (EL)
Risorgimento (EN)


Ελληνική γλώσσα

2019


Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Φιλοσοφική Σχολή. Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας (EL)




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των αντίστοιχων Φορέων περιεχομένου.