Η επιθηλιοκύστη είναι μια ασθένεια των ψαριών. Χαρακτηρίζεται από κύστεις που εντοπίζονται στο επιθήλιο των βραγχίων και του δέρματος και περιέχουν ενδοκυτταρικά βακτήρια. Η μελέτη της επιθηλιοκύστης αποτελεί πρόκληση και αυτό οφείλεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Η ασθένεια έχει παγκόσμια εξάπλωση και έχει καταγραφεί σε πάνω από 90 είδη ψαριών γλυκού ή θαλασσινού νερού, καλλιεργούμενα ή μη. Τα βακτήρια που την προκαλούν εμφανίζουν μεγάλη ποικιλότητα καθώς, μέχρι τώρα, έχουν ταυτοποιηθεί ως υπεύθυνα παθογόνα, βακτήρια που ανήκουν στα χλαμύδια, στα β- και γ-πρωτεοβακτήρια. Επιπλέον, τα παθογόνα βακτήρια είναι ενδοκυτταρικά με αποτέλεσμα να μην έχει επιτευχθεί η απομόνωσή τους in vitro.
Στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, η επιθηλιοκύστη παρουσιάζει μια τάση εδραίωσης και εξάπλωσης που έχει αρνητικές επιπτώσεις για τις ιχθυοκαλλιέργειες γενικότερα, ενώ φαίνεται να επηρεάζει ιδιαίτερα την τσιπούρα. Ως, υπεύθυνα παθογόνα που προκαλούν την ασθένεια έχουν ταυτοποιηθεί τα είδη Ca. Ichthyocystis sparus και Ca. Ichthyocystis hellenicum (β-πρωτεοβακτήρια) και βακτήρια που ανήκουν στα γένη Ca. Similichlamydia και Ca. Piscichlamydia, στην τσιπούρα, ενώ το Ca. Endozoicomonas cretensis (γ-πρωτεοβακτήρια) έχει ταυτοποιηθεί στο μυτάκι.
Ο γενικός στόχος της εργασίας είναι η μελέτη της επιθηλιοκύστης σε μεγάλο εύρος περιοχών της Ελλάδας και η συλλογή δεδομένων σχετικά με τους αιτιολογικούς παράγοντες και τα χαρακτηριστικά τους. Για το σκοπό αυτό, συλλέχθηκαν δείγματα βραγχίων με επιθηλιοκύστη από 21 τσιπούρες, 3 λαβράκια και 9 μαγιάτικα ιχθυοκαλλιέργειας από 9 διαφορετικές περιοχές. Πραγματοποιήθηκε μοριακή ταυτοποίηση των παθογόνων βακτηρίων και φυλογένεση, ανάλυση της παθολογίας που προκαλείται στον ιστό και των μορφομετρικών χαρακτηριστικών των κύστεων και παρατήρηση των βακτηρίων.
Βάση των αποτελεσμάτων, προκύπτει ότι βακτήρια του γένους Ca. Ichthyocystis spp. είναι τα κυρίαρχα παθογόνα καθώς ταυτοποιήθηκαν σε όλα τα δείγματα. Εκτός από τα ήδη γνωστά, Ca. Ichthyocystis sparus και Ca. Ichthyocystis hellenicum, που ταυτοποιήθηκαν σε τσιπούρες, φαίνεται να υπάρχει και άλλο είδος που ταυτοποιήθηκε σε λαβράκι και μαγιάτικα. Παθογόνα που ανήκουν στα χλαμύδια κυρίως, ή στο γένος Ca. Endozoicomonas spp., συχνά συνυπάρχουν με τα βακτήρια του Ca. Ichthyocystis spp., προκαλώντας δευτερογενείς μολύνσεις σε τσιπούρες-λαβράκια ή μόνο σε τσιπούρες αντίστοιχα. Η τυπική παθολογία που παρατηρήθηκε στους ιστούς είναι υπερπλασία του επιθηλίου και φλεγμονώδης απόκριση. Οι κύστεις κατηγοριοποιήθηκαν με βάση τη μορφολογία τους σε 4 τύπους: a, b, c, και d. Όμως, δεν εντοπίστηκε σαφής διαχωρισμός των 4 τύπων και στα μετρικά τους χαρακτηριστικά. Τέλος, τα βακτήρια που παρατηρήθηκαν στο εσωτερικό των κύστεων είναι στρογγυλά ή ελλειψοειδή, με διπλή μεμβράνη και πυκνή διάταξη.
Η παρούσα εργασία είναι μια εκτενής μελέτη της επιθηλιοκύστης στην Ελλάδα και μπορεί να αποτελέσει βάση για περεταίρω έρευνα της ασθένειας και των παραγόντων της καθώς και τρόπων πρόληψης και αντιμετώπισής της ώστε να μειωθούν οι επιπτώσεις της στην ιχθυοκαλλιέργεια.
(EL)
Epitheliocystis is a fish disease characterized by cysts formed in the gills and skin epithelium containing intracellular bacteria. The study of the disease is challenging due to its particular characteristics. The distribution of the disease is global and has been recorded in more than 90 marine and fresh water fish species, wild or cultured. There is great diversity among the bacteria causing the disease since chlamydia, β- and γ-proteobacteria have been identified so far as pathogens. In addition, these pathogens are intracellular bacteria and as a result their isolation has not been accomplished yet.
In Greece, there is an increasing trend of epitheliocystis the past few years affecting fish-farming industry in general while, particularly gilthead sea bream appears to be the most susceptible species. As causative agents of the disease have been identified Ca. Ichthyocystis sparus and Ca. Ichthyocystis hellenicum (β-proteobacteria) and bacteria of the genus Ca. Similichlamydia and Ca. Piscichlamydia as well, in gilthead sea bream, whereas, Ca. Endozoicomonas cretensis (γ-proteobacteria) has been identified in sharpsnout seabream.
The purpose of this thesis is to perform a global research on epitheliocystis in a wide range of regions in Greece in order to collect data related to the causative agents of the disease and their characteristics. Therefore, infected fish gills were collected from farmed fish and specifically, 21 gilthead sea bream, 3 European sea bass and 9 greater amberjack from 9 different regions. Molecular identification of the causative agents, phylogenetic analysis, analysis of the pathology caused and the morphometry of the cysts and observation of the bacteria were performed.
According to the results, bacteria of the genus Ca. Ichthyocystis spp. are the dominant pathogens since they were identified in all samples. Apart from the already known Ca. Ichthyocystis sparus and Ca. Ichthyocystis hellenicum that were identified in gilthead sea bream, it seems that there is a novel species that was identified in European sea bass and greater amberjack. Mainly chlamydia, or even Ca. Endozoicomonas spp. are often, also present as secondary coinfections of the gills in gilthead sea bream and European sea bass or only in gilthead sea bream, respectively. The typical pathology observed on the gill tissue is hyperplasia of the epithelium and inflammation. The cysts were categorized in 4 types according to their morphological characteristics: a, b, c, and d. However, the distinction of the types according to their morphometrics was not quite adequate. Finally, the bacteria observed in the cysts were circular or ellipsoid with double membrane, presenting a compact and dense distribution.
The present thesis is an extensive study of epitheliocystis in Greece and could be the base for further research on the disease and its causative agents but also on the prevention and treatment in order to eliminate its impact on fish-farming
(EN)