Πληθυσμιακή κατάσταση και στοιχεία οικολογίας του τσακαλιού (Canis aureus L.) στην Ελλάδα

This item is provided by the institution :
/aggregator-openarchives/portal/institutions/uoa   

Repository :
Pergamos Digital Library   

see the original item page
in the repository's web site and access all digital files if the item*



Πληθυσμιακή κατάσταση και στοιχεία οικολογίας του τσακαλιού (Canis aureus L.) στην Ελλάδα

Γιαννάτος Γεώργιος (EL)

born_digital_thesis
Διδακτορική Διατριβή (EL)
Doctoral Dissertation (EN)

2015


Η παρούσα μελέτη αποτελεί την πρώτη προσπάθεια για την έμμεση ολική καταμέτρηση των τσακαλιών, τον έλεγχο της αποτελεσματικότητας της εφαρμοσθείσας μεθόδου καταμέτρησης καθώς και τη μελέτη στοιχείων της οικολογίας του είδους στην Ελλάδα. Από τη σύγκριση των εξωτερικών μορφολογικών χαρακτηριστικών του είδους δεν φαίνεται να υπάρχει σαφής διαχωρισμός ή ομαδοποίηση ανάμεσα σε 4 ευρωπαϊκά δείγματα που ανήκουν στο ίδιο υποείδος (από Ελλάδα, Ουγγαρία, Ρουμανία και Σερβία) και στο δείγμα από Ισραήλ που ανήκει σε διαφορετικό υποείδος ενώ ο νόμος του Bergmann δεν επαληθεύεται. Φυλετικός διμορφισμός εμφανίζεται σε 3 χώρες της ΝΑ Ευρώπης. Η σημαντική μείωση του πληθυσμού των τσακαλιών στην Ελλάδα από τη δεκαετία ’70 έως τα τέλη της δεκαετίας ’90 είναι αντίθετη με την αύξηση που παρουσιάζεται στην Κεντρική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Η μέθοδος καταμέτρησης – παρακολούθησης εφαρμόζεται για πρώτη φορά στο είδος. Αρχικά έγινε εντοπισμός των πιθανών περιοχών παρουσίας τσακαλιών από πληροφορίες – συνεντεύξεις με υπαλλήλους τοπικών υπηρεσιών και κατοίκους σε όλη τη χώρα και μετά έγινε καταμέτρηση των οικογενειακών ομάδων του είδους. Η μέθοδος καταμέτρησης που εφαρμόσθηκε είναι η ακουστική που περιλαμβάνει την αναμετάδοση της φωνής του ζώου από μαγνητοφωνημένα ουρλιαχτά με κατάλληλη συσκευή (wildlife caller) ώστε να εντοπίζονται οι θέσεις των ομάδων τσακαλιών. Η μέθοδος καταμέτρησης αποδείχθηκε αποτελεσματική για την ανίχνευση ομάδων τσακαλιών που διατηρούν ζωτικούς χώρους αλλά όχι αποτελεσματική για τον εντοπισμό νεαρών περιπλανώμενων και μοναχικών ατόμων. Με την μέθοδο αυτή εντοπίζεται ο ελάχιστος αριθμός θέσεων των ζωτικών χώρων των ομάδων τσακαλιών στην περιοχή μελέτης. Από τους 264 δειγματοληπτικούς σταθμούς που ελέγχθηκαν σε όλη τη χώρα υπήρξε θετική ανταπόκριση στους 131 (50%). Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι και οι πληθυσμοί και η περιοχή κατανομής του τσακαλιού στην Ελλάδα έχουν μειωθεί σημαντικά κατά τη διάρκεια των τελευταίων 30-40 χρόνων. Το τσακάλι έχει εξαφανιστεί από την κεντρική και δυτική Ελλάδα και περιορίζεται σε ασυνεχείς, απομονωμένες νησίδες πληθυσμών στην Πελοπόννησο, τη Φωκίδα, τη Σάμο, τη Χαλκιδική και τη βορειοανατολική Ελλάδα. Η μείωση ήταν πιο έντονη στη νότια Ελλάδα, η οποία ήταν η κύρια περιοχή της κατανομής των τσακαλιών την δεκαετία του ‘70. Σημαντική ανάκαμψη του πληθυσμού του είδους παρατηρείται τα τελευταία 5-10 χρόνια σε όλη την κατανομή του με περισσότερο έντονη τάση στη ΒΑ Ελλάδα. Το ελάχιστο μέγεθος του πληθυσμού τσακαλιών στην Ελλάδα υπολογίστηκε την περίοδο της μελέτης σε 152-170 διαφορετικές ομάδες. Ο μεγαλύτερος πληθυσμός βρέθηκε στην περιοχή Νέστου– Βιστωνίδας στη ΒΑ Ελλάδα. Τα τσακάλια εντοπίζονται στη μεσογειακή ζώνη σε υψόμετρα μέχρι και 300μ. συνήθως, ενώ στην Πελοπόννησο το είδος παρατηρήθηκε μέχρι και 1000μ. Στη βόρεια Ελλάδα το είδος βρέθηκε σε περιοχές με υψόμετρο κάτω από 250μ. Οι υψηλότερες πυκνότητες πληθυσμών τσακαλιών βρέθηκαν γύρω από υγροτόπους μέχρι 10μ. υψόμετρο. Περιοχές παρουσίας των τσακαλιών ήταν αγροοικοσυστήματα με διάσπαρτους οικισμούς που χαρακτηρίζονταν από μωσαϊκό καλλιεργειών μικρής έκτασης εναλλασσομένων από πυκνή βλάστηση. Οι ομάδες τσακαλιών βρέθηκαν κοντά σε οικισμούς. Ο ανταγωνισμός με συγγενικά σαρκοφάγα φαίνεται να είναι έντονος. Οι ομάδες λύκων αποκλείουν την εγκατάσταση τσακαλιών 91 στις περιοχές τους, ενώ περιοχές με πυκνό πληθυσμό τσακαλιών αποκλείουν τις αλεπούδες. Η ραδιοπαρακολούθηση 5 τσακαλιών στις περιοχές Μόρνου – Φωκίδας και Ανατολικής Σάμου διήρκεσε από 2 έως 13 μήνες. Στις ίδιες περιοχές έγινε συστηματική καταγραφή όλων των ομάδων τσακαλιών με την ακουστική μέθοδο, με γραμμικές νυχτερινές καταγραφές με τη βοήθεια προβολέων καθώς και τυχαίες καταγραφές. Η ένταση χρήσης και η έκταση των ζωτικών χώρων των τσακαλιών διέφέραν σημαντικά ανάμεσα στις εποχές του χρόνου για το ίδιο ζώο, χωρίς κάποια ιδιαίτερη ομοιόμορφη εποχικότητα ή μεγάλες διαφορές στο μήκος των μετακινήσεων εκτός από ζώα που είναι σε διασπορά. Η δραστηριότητα για την ανεύρεση τροφής περιορίστηκε τις νυχτερινές ώρες σε ανοικτές κυρίως περιοχές, με μεγάλη συχνότητα παρουσίας κοντά σε ανθρώπινες εγκαταστάσεις κυρίως κτηνοτροφικές μονάδες. Η διαθεσιμότητα και η κατανομή των ημερησίων καταφυγίων θα μπορούσαν πιθανώς να καθορίσουν τον αριθμό οικογενειακών ομάδων και επομένως την αφθονία των τσακαλιών σε ανθρωποποιημένα αγροοικοσυστήματα Οι πυκνότητες πληθυσμού που παρατηρήθηκαν ήταν παρόμοιες με αυτές στις άγονες περιοχές της Ινδίας αλλά μικρότερες από αυτές στο ΕΠ Σερεγκέτι της Τανζανίας . . Οι τροφικές συνήθειες των τσακαλιών μελετήθηκαν σε Σάμο, Μόρνο και Νέστο με ανάλυση περιττωμάτων κατά συχνότητα και βιομάζα κατανάλωσης. Τα δείγματα ήταν 127 για Σάμο και Μόρνο και συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια 16 μηνών. Στο Νέστο συλλέχθηκαν 70 δείγματα ενήλικων και 95 νεαρών τσακαλιών την περίοδο Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου. Σε όλες τις περιοχές οι συχνότητες των τροφικών πηγών δείχνουν ότι οι πιο κοινές τροφές ήταν θηλαστικά και πουλιά. Αν και οι συχνότητες του φυτικού υλικού και των εντόμων ήταν αρκετά υψηλές, η συμβολή τους στη βιομάζα ήταν χαμηλή. Το μεγαλύτερο μέρος της βιομάζας που καταναλώθηκε από τα ενήλικα κυρίως τσακάλια αποτελείτο από κατοικίδια θηλαστικά. Αυτό αποκαλύπτει τη σημασία αυτού του είδους τροφής για τα καιροσκοπικά τσακάλια σε ανθρωπογενή οικοσυστήματα. Τα ανήλικα ζώα στον Νέστο κατανάλωσαν επίσης μεγάλο ποσοστό πτηνών. Το ποσοστό των άγριων οπληφόρων ήταν πολύ μεγαλύτερο στο Νέστο, πράγμα αναμενόμενο από τη διαθεσιμότητα της τροφικής αυτής πηγής στην περιοχή. Το ποσοστό των μικρών θηλαστικών στη διατροφή των τσακαλιών σε όλες τις περιοχές μελέτης, ήταν πολύ χαμηλό ενώ βρέθηκαν ελάχιστα ίχνη φυτικού υλικού και ανθρώπινων απορριμμάτων. Η ποικιλία στη διατροφή των τσακαλιών στο Νέστο ήταν πολύ υψηλότερη λόγω της μεγαλύτερης βιοποικιλότητας στην περιοχή αυτή. Η σύγκριση με παρόμοιες μελέτες στη ΝΑ Ευρώπη δείχνει ότι το είδος εκμεταλλεύεται τροφές ανθρωπογενούς προέλευσης μεγάλης θρεπτικής αξίας με εύκολη πρόσβαση. Από τα αποτελέσματα προκύπτει μια πολύ ευέλικτη με καιροσκοπικές συνήθειες διατροφή. Τα συμπεράσματα υποστηρίζουν την καιροσκοπική φύση του τσακαλιού, ενός είδους ικανού να εκμεταλλεύεται οποιαδήποτε εύκολα προσβάσιμη πηγή τροφής που στην περίπτωση της ΝΑ Ευρώπης είναι ανθρωπογενούς προελεύσεως. Η διαθεσιμότητα οργανικών απορριμμάτων αποτελεί το σημαντικότερο παράγοντα για την αύξηση, εξάπλωση και διασπορά των πληθυσμών του είδους. (EL)
The present study constitutes the first effort for the indirect total population census of jackals in Greece, as well as the study of the species’ ecology in the temperate zone. The survey method was applied for the first time for jackals internationally and it was tested for its effectiveness. The body size alone does not give any clear division between 4 European samples belonging to the same subspecies (Greece, Serbia, Romania, Hungary) and the sample from Israel which belong to a different subspecies. Also from the findings seems that Bergmann Rule is not evaluated. Sexual dimorphism in body size was observed in SE European jackals. The dramatic decline of the golden jackal population in Greece from the '70s until '90 was opposite to the population expansion that happened the same period in Central Europe and the Balkans. All the locations with recent indication of jackal presence were surveyed at selected calling stations, and minimum population estimates were recorded. Afterwards the count of all jackal family groups took place. The applied acoustic census method includes broadcasted jackal howls, which were used to survey the status of the golden jackal in Greece. With this method the minimum number of territorial jackal groups was recorded. Out of 264 sampling stations that were surveyed all over the country the jackals responded positively in 131 (50%). The results of the survey show that both populations and distribution area of the golden jackal in Greece have been declining steadily during the last four decades. The golden jackal was extirpated from Central and Western Greece and is currently confined in discontinuous, isolated population clusters in the Peloponnese, Fokida, Samos isl., Halkidiki and north-eastern Greece. The reduction was more pronounced in southern Greece, which used to be the jackal’s stronghold in the sevties. However, important population and range expantion was observed in the past 5-10 years, a trend more pronounced in norteastern Greece. The minimum size of the jackal population in Greece was estimated during the survey at 152-170 different territorial groups. The largest population cluster was found in the Nestos – Vistonida area, NE Greece. In southern Greece, the jackal is found in the Mediterranean maquis zone at altitudes below 600m asl. Some individuals were observed up to 1000m asl., but were considered exceptional. The jackal groups were located usually in areas below 300m asl., while in the Peloponnese there were cases of jackal presence at 1000 m. In northern Greece the species was found in areas less than 250 m., while the highest densities of jackal populations were found around wetlands up to 10 m asl. Jackal groups were found near human settlements. Competition with other canid species seems to be quite intense. The wolf packs prevented the establishment of jackal groups in their territories, while locations with dense jackal populations excluded foxes.The survey method proved effective for the detection of established jackal groups but less so for the location of young dispersing and solitary individuals. Five jackals were radio tracked in Fokida – Mornos and eastern Samos in southern Greece for 2 to 13 months. Additionally all the jackal groups in the study areas were intensively monitored with fixed calling stations, spotlight surveys and spontaneous observations. The jackals were using low altitude agro-ecosystems with widespread small settlements and farm houses characterized by small cultivations and a dense thicket vegetation mosaic. The seasonal home ranges of the 3 jackals that were radiotracked for more than 11 months, were significantly different between seasons for the same animal, without any particular uniformity on seasonal differences. Also the length between successive radiolocations were different between seasons but without any special pattern for the 3 study animals. Larger succrssive movements were observed for dispersing animals. They foraged at night at all available habitat types but they clearly preferred open areas and often approached livestock pens without causing damage to livestock. They used dense Mediterranean scrub, reed- bramble thickets or dense tall cultivations like maize as daytime refuges. The availability and distribution of such thickly vegetated areas could probably determine the number of family groups and therefore the abundance of the jackals in human dominated landscapes The observed home ranges were similar to the jackal ranges found in the Ethiopian highlands and the Indian Bhal region. The population densities were similar with those in the arid regions of India but smaller than those from the Serengeti NP in Tanzania.. The dietary habits of jackals were studied in Samos, Mornos and Nestos areas with scat analysis for frequency and biomass of consumption. The analyzed scat samples were:  127 for Samos and Mornos and were collected during 16 months.  70 samples from adults and 95 from young jackals in Nestos in the period between November and December. In all the study areas the frequencies of trophic items show that the most common food categories were mammals and birds. Even though the frequencies of plant material and insects were high enough, their contribution to the biomass was low. Most of the biomass consumed by the jackals is mainly composed of domestic mammals. The sub-adult animals in Nestos consumed also large amount of birds. This reveals the importance of availability of domestic animal carcasses for the opportunistic jackals in anthropogenic Mediterranean ecosystems. The percentage of wild ungulate consumption was much higher in Nestos, something that was expected from the high availability of this food source in the region. The percentage of small mammals in the diet of jackals in all the study areas was very low. Very few traces of plant material and human litter were found. The variety of the jackal diet in Nestos was much higher than that of other areas, because of the higher biodiversity in this locality. The comparison with similar studies in SE Europe and Israel clearly shows the dependence of the species on easily available and highly nutritional food of anthropogenic origin. These results show very flexible and opportunistic dietary habits which were verified in all the studies in human dominated landscapes from India to SE Europe. The conclusions of the study support the opportunistic nature of the species which is capable to exploit any easily available food source mostly of anthropogenic origin. The availability and abundance of this type of food supply is greatly influencing the distribution and abundance of the species. (EN)


Greek

Σχολή Θετικών Επιστημών » Τμήμα Βιολογίας » Τομέας Ζωολογίας - Θαλάσσιας Βιολογίας
Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης » Βιβλιοθήκη Σχολής Θετικών Επιστημών

https://creativecommons.org/licenses/by-nc/4.0/




*Institutions are responsible for keeping their URLs functional (digital file, item page in repository site)