πλαίσια εφαρμογής Συμβάσεων Αποφυγής της Διπλής Φορολογίας και σε ένα δεύτερο επίπεδο εξετάζεται η αλληλεπίδραση των Συμβάσεων αυτών με το ευρωπαϊκό δίκαιο, πρωτογενές και παράγωγο. Η σύγχρονη διακρατική-διασυνοριακή ανάπτυξη των δραστηριοτήτων των εταιρειών έχει ως συνέπεια να υπάγονται σε περισσότερα από ένα εθνικά συστήματα φορολόγησης του συνόλου ή μέρους του εισοδήματός τους. Ανακύπτουν συνεπώς έντονα τα ζητήματα αποφυγής της διεθνούς διπλής φορολογίας του εταιρικού εισοδήματος όσο και της εφαρμογής του ευρωπαϊκού δικαίου στο δίπτυχο των κατοχυρωμένων στη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαιωμάτων ελεύθερης εγκατάστασης εταιρειών και ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίου.
Στο πρώτο μέρος της εργασίας αναλύονται το τρέχον Πρότυπο Σύμβασης του ΟΑΣΑ σε συνδυασμό με τα ερμηνευτικά σχόλια που το επεξηγούν, το οποίο αποτέλεσε τη βάση για τη σύναψη των διμερών συμβάσεων. Η κεντρική πολιτική που επιδιώκουν τα κράτη μέσω των Συμβάσεων Αποφυγής Διπλής Φορολογίας είναι η θέσπιση ενός ευνοϊκότερου φορολογικού καθεστώτος υπέρ των κατοίκων των συμβαλλομένων κρατών, όταν ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα στο άλλο κράτος. Και τούτο γιατί με τη Σύμβαση καθορίζονται ανώτατα όρια φορολογίας μέσα στα οποία μπορεί να ασκήσει τη φορολογική του εξουσία κάθε συμβαλλόμενο κράτος, σύμφωνα με την εσωτερική του νομοθεσία και αποτελούν τη μεγαλύτερη κατ’ ανώτατο όριο δυνατή επιβάρυνση των κατοίκων των συμβαλλόμενων κρατών, όταν αποκτούν εισοδήματα από το άλλο κράτος. Ειδικότερα, εξετάζονται τα ζητήματα διεθνούς διπλής φορολογίας που αναφύονται σε σχέση με το φόρο εισοδήματος από τη διεθνή δραστηριότητα των εταιρειών υπό τρεις σκοπιές: α) την φορολογία των εισοδημάτων από τη δραστηριοποίηση της επιχείρησης με υλική εγκατάσταση ή εξαρτημένο αντιπρόσωπο σε άλλο κράτος (μόνιμη εγκατάσταση), β) την φορολογία των εισοδημάτων από συμμετοχή σε άλλη επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο κράτος (μερίσματα) και γ) την φορολογία εισοδημάτων που αποκτά η εταιρεία υπό μορφή τόκων και δικαιωμάτων από επιχειρήσεις άλλου κράτους, συνδεδεμένες ή μη.
Στο δεύτερο μέρος γίνεται ανάλυση της συμβολής του ευρωπαϊκού δικαίου στην θέσπιση κανόνων για την καταπολέμηση της διεθνούς διπλής νομικής φορολογίας, χωρίς ωστόσο η καταπολέμηση της διεθνούς διπλής νομικής φορολογίας και η άμεση φορολογία να εμπίπτουν στους σκοπούς και στις αρμοδιότητες της ΕΕ. Ειδικότερα, γίνεται αναφορά σε μια σειρά αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες οδήγησαν στην δημιουργία κανόνων αρνητικού περιεχομένου [αρνητική εναρμόνιση], που συνίστανται στην απαγόρευση των φορολογικών διακρίσεων κατά την ενδοκοινοτική κυκλοφορία νομικών προσώπων. Ενώ η θετική εναρμόνιση αφορά στην θέσπιση κοινών κανόνων θετικού περιεχομένου για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, η αρνητική εναρμόνιση αναφέρεται στην απομάκρυνση των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων, κεφαλαίου και προϊόντων. Στο πλαίσιο της θετικής εναρμόνισης, εξετάζονται οι φορολογικές ρυθμίσεις τριών οδηγιών: α) της Οδηγίας 90/434-όπως αντικαταστάθηκε από την Οδηγία 2009/133- σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το εφαρμοστέο στις συγχωνεύσεις, διασπάσεις, μερικές διασπάσεις, εισφορές ενεργητικού και ανταλλαγές μετοχών που αφορούν εταιρείες διαφορετικών κρατών μελών καθώς και με τη μεταφορά της καταστατικής έδρας μιας ευρωπαικής εταιρείας από ένα κράτος μέλος σε άλλο, β) Οδηγία 90/435 -όπως αντικαταστάθηκε από την Οδηγία 2011/96- σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς των διανεμόμενων κερδών μεταξύ θυγατρικών και μητρικών εταιρειών διαφορετικών κρατών μελών και γ) Οδηγία 2003/49 για την καθιέρωση κοινού συστήματος φορολόγησης των διανεμόμενων τόκων και δικαιωμάτων μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων διαφορετικών κρατών μελών.
Τέλος, εξετάζονται οι προοπτικές στην εξέλιξη της διεθνούς φορολογικής μεταχείρισης των εταιρειών υπό το πρίσμα του ευρωπαϊκού δικαίου, όπως αυτό αποτυπώνεται και στην Ανακοίνωση της Επιτροπής «Η φορολογική πολιτική στην ΕΕ-Προτεραιότητες για τα προσεχή χρόνια» (COM(2001)0260), όπου εκτίθεται ότι λόγω δυσχερειών λήψης ομόφωνων αποφάσεων σε νομοθετικές προτάσεις στον τομέα της φορολογίας, η ΕΕ θα πρέπει να εξετάσει τη χρήση εναλλακτικών εργαλείων, όπως Ανακοινώσεις, Συστάσεις, Κατευθυντήριες Γραμμές, προκειμένου να απαλειφθούν τα «φορολογικά εμπόδια» στην εσωτερική αγορά.
(EL)
SUMMARY
The topic of the present paper is the tax treatment of capital companies in the framework of Double Taxation Conventions as well as the interaction of these Conventions with European legislation, both primary and secondary. Modern cross-border development of companies' activities means that they are subject to more than one national taxation system for all or part of their income. The issues of avoiding international double taxation of corporate income and the application of European law to the diptych of the freedom of establishment of companies and the free movement of capital enshrined in the Treaty of the European Union therefore arise.
In the first part of the paper, focus is made in the current OECD Contract Model in conjunction with the explanatory commentary, which formed the basis for concluding bilateral conventions. The central policy pursued by States through Double Taxation Conventions is the introduction of a more favorable tax regime for residents of Contracting States when doing business in the other State. This is because the Convention lays down maximum levels of taxation within which each Contracting State can exercise its fiscal power in accordance with its domestic law and is the largest possible burden for the residents of the Contracting States when they obtain income from the other state. In particular, the issues of international double taxation that arise in relation to income tax from the international activity of companies are examined in three respects : a. the taxation of income from the operation of an enterprise with a physical establishment or a dependent agent in another State (permanent establishment), b. the taxation of income from the participation in another enterprise established in another State (dividends) and c. the taxation on income earned by an enterprise in the form of interest and royalties from enterprises of another State, whether affiliated or not.
In the second part of the paper, the contribution of European law to the introduction of rules to combat international double taxation is analysed, but both the fight against international double taxation and direct taxation do not fall within the scope of EU's objectives and competences. In its case-law, the European Court of Justice created negative integration rules, which consist of the prohibition of tax discrimination in the intra-Community movement of legal persons. Whilst positive integration concerns the establishment of common positive rules for the functioning of the internal market, negative harmonization refers to the removal of barriers to the free movement of persons, capital and products. In the context of positive harmonization, the tax arrangements of three directives are examined: a) Directive 90/434 - as replaced by Directive 2009 / 133- on the common system of taxation applicable to mergers, divisions, partial divisions, transfers of assets and exchanges of shares concerning companies of different Member States and to the transfer of the registered office of an SE or SCE between Member States , b) Directive 90/435 - as replaced by Directive 2011/96 - on the common system of taxation applicable in the case of parent companies and subsidiaries of different Member States and c) Directive 2003/49 on a common system of taxation applicable to interest and royalty payments made between associated companies of different Member States.
Finally, the prospects in the development of international tax treatment of companies in the light of European law, as reflected in the Commission Communication "Tax policy in the EU-priorities for the coming years» (COM (2001) 0260) are examined. In the above mentioned Communication, it is stated that due to the difficulty of making unanimous decisions on legislative proposals in the field of taxation, the EU should consider the use of alternative tools such as Notices, Recommendations, Guidelines in order to eliminate taxation obstacles in the internal market.
(EN)