Η εν λόγω διπλωματική εργασία αντλεί υλικό από τη δουλειά των ερευνητών- διαδόχων του Grice (Horn, 1984, 1989, 2004, 2012a, 2012b; Levinson, 2000; Bertuccelli-Papi, 1996, 2000) οι οποίοι ασχολήθηκαν με το “λεχθέν/μη λεχθέν” μέρος μιας πρότασης με σκοπό να διερευνήσει πως έχει κατασκευαστεί το υπονόημα στο βιβλίο μυστηρίου And Then There Were None (Και δεν Έμεινε Κανένας) της Άγκαθα Κρίστι και στις δύο ελληνικές μεταφράσεις του (Μιστράκη 2006; Μπαρουξής 2018). Η έρευνα μελετάει τη ροή των πληροφοριών και τις στρατηγικές δημιουργίας σασπένς στις τρεις αφηγήσεις, ενώ επικεντρώνεται στην εκμαίευση του νοήματος του αφηγητή/ομιλητή μέσω μιας πραγματολογικής ανάλυσης επιλεγμένων παραδειγμάτων όπου η υποψία και η κατηγορία εκφράζονται έμμεσα ή άμεσα. Ο βασικός ισχυρισμός είναι πως οι μεταφραστές ρυθμίζουν τη δυναμική της ροής των πληροφοριών, την ατμόσφαιρα του έργου και ορισμένες πραγματολογικές διαστάσεις του νοήματος οι οποίες διαφοροποιούν τις δύο ελληνικές εκδοχές. Η έρευνα χρησιμοποιεί το διττό μοντέλο του Horn (1984, 1989, 1993, 2004, 2012a, 2012b) για να εντοπίσει το βαθμό της σαφήνειας/ασάφειας στο πως δημιουργείται η υποψία και της αμεσότητας/μη αμεσότητας στο πως εκφράζεται η κατηγορία στα τρία κείμενα. Τα αποτελέσματα μαρτυρούν πως η μεταφράστρια της παλαιότερης εκδοχής (Μιστράκη, 2006) έχει προτιμήσει έναν υψηλότερο βαθμό σαφήνειας και αμεσότητας, ενώ ο μεταφραστής της πιο πρόσφατης εκδοχής (Μπαρουξής, 2018) επιστρέφει στην ασάφεια και την εμμεσότητα του πρωτότυπου κειμένου. Επιπλέον, τα ευρήματα από τη διανομή ερωτηματολογίων σε Έλληνες αναγνώστες αστυνομικής λογοτεχνίας φανερώνουν την τάση του ελληνικού αναγνωστικού κοινού προς την αμεσότητα στην περίπτωση μιας αφήγησης μυστηρίου και εγκλήματος. Συνοψίζοντας, η έρευνα θέτει την πραγματολογική θεωρία του υπονοήματος στην υπηρεσία των μεταφραστικών σπουδών, αλλά και το αντίστροφο; παρουσιάζει πως τα μεταφραστικά δεδομένα μπορούν να αποτελέσουν πολύτιμη συνεισφορά στην εξέταση του υπονοήματος σε εγχώριο και διαπολιτισμικό επίπεδο.
(EL)
The study draws on Neo- and Post-Gricean scholars (Horn, 1984, 1989, 2004, 2012a,
2012b; Levinson, 2000; Bertuccelli-Papi, 1996, 2000) whose work has dealt with the
dichotomous said/unsaid pair in order to examine how implicated meaning is
constructed in Agatha Christie’s (1940/2003) clue-puzzle And Then There Were None
and its two Greek translations (Mistraki, 2006; Barouxis, 2018). The study examines
information flow and suspense creation strategies in the English and the two Greek
narrations and then, focuses on pragmatic inferencing of speaker meaning in instances
where suspicion and blaming are in/directly expressed. The main claim is that
translators regulate the information flow dynamics, fictional atmosphere and most
importantly, certain pragmatic aspects of meaning-making in the two translated texts,
which make the difference between the two Greek texts. The study deploys Horn’s
(1984, 1989, 1993, 2004, 2012a, 2012b) bipartite model of natural language to trace
the level of clarity/ambiguity in generating suspicion and directness/indirectness in
expressing blaming in the three narrations. Results indicate that TTa (tr. Jenny
Mistraki, 2006) has opted for a higher level of clarity and directness, whereas TTb (tr.
Giorgos Barouxis, 2018) has opted for vagueness and indirectness imitating the
original. Laypeople’s evaluation of the two translations revealed a higher appreciation
on the part of the target readership for directness in narrating mystery and crime.
Overall, the study has put implicature theory at the service of translational studies and
vice versa; it has shown pragmatic theory that translational data may extend its
explanatory potential in a way that they can both contribute to the examination of
speaker meaning cross- and intra-culturally
(EN)