Prünhild, Brunhild, Brünnhilde:
Ξενότητα και Ανδρογυνία υπό το πρίσμα των μεταμορφώσεων της μορφής της Brunhild στην Λογοτεχνία και την Τέχνη του 19oυ αιώνα
Κωνσταντίνα Δ. Τσονάκα
Περίληψη
Η ιδιαιτερότητα της Ισλανδής βασίλισσας και Βαλκυρίας Brunhild με τις υπερφυσικές δυνάμεις και την αξεπέραστη ομορφιά της καθώς και η πρόσληψή της και οι μεταμορφώσεις της στη γερμανική λογοτεχνία και τέχνη του 19ου αιώνα ως μεταμορφώσεις του γυναικείου στην πατριαρχική κοινωνία, βρίσκονται στο κέντρο του ενδιαφέροντος στην παρούσα έρευνα. Δύο - κατά κύριο λόγο - στοιχεία συνεξετάζονται στα υπό ανάλυση έργα: το στοιχείο της ξενότητας - η Brunhild είναι η ξένη γυναίκα που φθάνει στην αυλή της πόλης Worms στον Ρήνο από τον Απώτερο Βορρά, στοιχείο που προκαλεί αισθήματα έλξης και απώθησης - και το στοιχείο της ανδρογυνίας - η Brunhild είναι ηρωίδα με ανδρικές ιδιότητες για την οπτική της πατριαρχίας, όπως αποφασιστικότητα, ενεργητικότητα και γενναιότητα, χαρακτηριστικά που την καθιστούν την «πιο ανδρική γυναίκα».
Κατά την εμβάθυνση στις απαρχές της μορφής τόσο στην ιστορία των Μεροβιγγείων με βάση την Historia Frankorum του Gregor von Tours και την Fredegar-Chronik, όσο και στους μύθους και θρύλους, διερευνάται αν η βασίλισσα των Μεροβιγγείων Brunichilide που κατάγεται από τα ξένα είναι η λογοτεχνική αδελφή της μορφής της Brunhild. Η έρευνα συμπληρώνεται με δυο ελάχιστα γνωστά λογοτεχνικά παραδείγματα, α) του Giovanni Boccaccio (Über einige Armselige und über Brunichildis, Königin der Franken) και β) του Ferdinand Freiligrath (Anno Domini). Κατά τη μελέτη του Nibelungenlied και των βόρειων μύθων αποσαφηνίστηκε ο διαχωρισμός μεταξύ των δύο μύθων, της Werbungs- και της Erweckungssage, όπου ο πρώτος παραπέμπει στην ισχυρή βασίλισσα της Ισλανδίας του γερμανικού Nibelungenlied και ο δεύτερος στη βαλκυρία, τη θυγατέρα του θεού Οντίν της ισλανδικής Edda, διερευνήθηκαν ίχνη της ισλανδικής εκδοχής στον γερμανικό χώρο, μελετήθηκαν οι διαφορές στη μορφή, ενώ επισημάνθηκε το δίλημμα των δραματουργών ποια Brunhild να επιλέξουν και γιατί. Το θεωρητικό πλαίσιο για την πραγμάτευση του στοιχείου της ξενότητας αποτέλεσε το σχετικό έργο των φιλοσόφων Georg Simmel και Bernhard Waldenfels, ενώ για το στοιχείο της ανδρογυνίας η έρευνα στηρίζεται στις θεωρητικές μελέτες του Αchim Aurnhammer και του Carl-Gustav-Jung. Το θέμα προσεγγίζεται, ωστόσο, και από την οπτική των Σπουδών Φύλου με βάση το έργο των Simone de Beauvoir, Virginia Woolf και Judith Butler. Η σχετικότητα του διπόλου ,οικείου και ξένου‘, ο προκατασκευασμένος χαρακτήρας των εννοιών της ταυτότητας και του ξένου, οι διαστάσεις και οι διαβαθμίσεις της ξενότητας σύμφωνα με τη θεωρία του φιλοσόφου Bernhard Waldenfels, ο οποίος διαχωρίζει μεταξύ της καθημερινής, της δομικής και της ακραίας / ριζικής ξενότητας, παράλληλα με τη γεωγραφική, την πολιτική, τη θρησκευτική και την κοινωνική ξενότητα, η έννοια του πολιτισμικού σοκ, η συνύπαρξη των συναισθημάτων της γοητείας και του τρόμου που απορρέουν από τη συνάντηση με το ξένο, η αίσθηση του Μη-Ανήκειν και η μετατροπή του εκάστοτε άγνωστου πολιτισμού σε μη-πολιτισμό διερευνώνται στο θεωρητικό μέρος της διατριβής. Η προβληματική της ξενότητας ολοκληρώθηκε με την πολιτισμική αξιολόγηση των δύο φύλων. Αποδείχθηκε ότι ο πολιτισμός δεν είναι χωρίς φύλο και ο άνδρας γίνεται ο ιδρυτής ενός πολιτισμού σύμφωνα με πατριαρχικά κριτήρια. Το ερώτημα, εάν ο πολιτισμός του οικείου οδηγεί στον μη-πολιτισμό του ξένου βρίσκει γόνιμο έδαφος στην πολιτισμική αξιολόγηση των δυο φύλων, ανδρικό = οικείο, γυναικείο = ξένο. Η προβληματική της ξενότητας ολοκληρώθηκε κατά κύριο λόγο στον πολιτισμό των δύο κόσμων ή ορθότερα του ενός, του ανδρικού, ενώ καταληκτικά συσχετίζονται, συγκεκριμενοποιούνται και εφαρμόζονται όλοι οι θεωρητικοί άξονες στη μορφή της Brunhild. Η πατρίδα της Brunhild υπό το πρίσμα της τοπικής ξενότητας καθορίζει τον βασικό άξονα στα προς ανάλυση έργα, διότι συνδυάζει την τοπική με την ειδωλολατρική και την μη-πολιτισμική ξενότητα. Σύμφωνα με περιγραφές της Παλαιάς Διαθήκης, της αρχαιότητας και των μεσαιωνικών αντιλήψεων για τον Βορρά ως παραδείγματα για την «κατασκευασμένη φανταστική γεωγραφία» του Simmel, απεικονίζεται το τέλος του τότε γνωστού κόσμου με τα monstra και τις amazones με σκοτεινά χρώματα, ενώ οι διαστάσεις της ξενότητας, με πρώτη την τοπολογική, υπογραμμίζουν και εξηγούν την επιλογή της πατρίδας της Brunhild στον Απώτερο Βορρά, στον τόπο του σατανά και του βόρειου σκοταδιού. Εκκινώντας από τη θεωρία του Αchim Aurnhammer (1986), ο οποίος εντάσσει δομικά το αρχαίο έθιμο φιλοξενίας tessera hospitalis στο ανδρογυνικό μοντέλο, μελετήθηκε και ερμηνεύτηκε μεθοδολογικά η ανδρογυνική μορφή της Brunhild ακολουθώντας το symbontisches Curriculum, δηλ. «Oλότητα – Χίασμα – Επανένωση» σε διπλό επίπεδο ως «εσωτερικό και εξωτερικό ζεύγος» (Inneres και Äußeres Paar). Η αναδρομή στο ανδρογυνικό μοντέλο με βάση την παρουσίαση των βασικών προσωποποιήσεων ανδρογύνων από την Γένεση και τους στρογγυλούς ανθρώπους του Πλάτωνα στο Συμπόσιο μέχρι τον Ερμαφρόδιτο του Οβίδιου στις Μεταμορφώσεις του και τις αμαζόνες ως πηγές έμπνευσης στη λογοτεχνία επιβεβαιώνει ότι το ανδρογυνικό μοντέλο δεν προτείνει τη συμμετρία μεταξύ άρρενος και θήλεος, ενώ η ανάλυση του Νεοπλατωνισμού, ο κριτικός έλεγχος των όρων Αnima-Animus του Carl-Gustav-Jung και ο συνδυασμός του ανδρογυνικού μοντέλου με τον Ιερό Γάμο συμπληρώνουν την κυριαρχία της πατριαρχίας εις βάρος του γυναικείου φύλου. Η ιδέα του ανδρόγυνου αποτυγχάνει. Ο Ιερός Γάμος, προσωποποιημένος στην έννοια του υψηλού ζεύγους (Hohes Paar), συναντά τον θάνατο στον έρωτα με την αυτοθυσία της γυναίκας. Η πρωταγωνίστρια ενοχλεί με την ανδρική της πλευρά. Ενεργεί, έχει άποψη και δρα υπερβαίνοντας τον καθορισμένο από την πατριαρχία χώρο του γυναικείου. Το ανδρογυνικό στοιχείο στην Brunhild δομείται μόνο για να αποδομηθεί.
Μέσα από εννέα έργα παρουσιάζεται στο δεύτερο μέρος η μορφή της Brunhild στη λογοτεχνική σκηνή σαν tremendum και faszinosum στο χρονικό διάστημα από το 1810 έως το 1874, όπου πέρα από τη βασική θεματική της ξένης γυναίκας γίνεται μνεία σε όλες τις διαφορετικές εκδοχές της προσδοκώμενης θηλυκότητας κατά τον 19ο αιώνα, της Brunhild ως femme fatale, ως κυρία της αυλής, ως αμαζόνα - χωρίς βασίλειο - και ως εξολοθρεύτρια του ανδρικού φύλου στην πιο απειλητική της μορφή. Σύμφωνα με τρία έργα που αναφέρονται σε ολόκληρο τον μύθο των Nibelungen αναλύεται η δαιμονισμένη παρουσία της Brunhild στο δράμα Nibelungen-Hort (1828) του Ernst Raupach, ως όργανο και alter ego του πανίσχυρου πατέρα της και θεού Wotan στην τετραλογία Ring des Nibelungen (1853-1872) του Richard Wagner και ως η πιο «ανδρική γυναίκα», «σαν καυτή φωτιά και μαύρος πάγος» στην τριλογία Nibelungen (1860) του Friedrich Hebbel. Aκολουθεί η ανάλυση τριών δραμάτων που φέρουν ως τίτλο το όνομα της ηρωίδας. Ο Emanuel Geibel με το έργο του Brunhild (1857) προσωποποιεί στην ηρωίδα του την ξένη αγριότητα του Βορρά, ο Robert Waldmüller στη δική του εκδοχή της Brunhild (1863) παρουσιάζει την ηρωίδα ως «βασιλικό φίδι» και «Τurandot του Βορρά», ενώ ο Reinhold Sigismund με το δράμα Brynhilde (1875) επιλέγει ως πηγή για τη δική του Brunhild τους ψυχρούς βόρειους μύθους, τα ισλανδικά τραγούδια της Edda. Η μελέτη της μορφής της Brunhild στη λογοτεχνία διευρύνεται στην τρίτη ενότητα με τις εκδοχές του Johann Wolfgang von Goethe στο κείμενό του Maskenzug der romantischen Poesie (1810) που αποδυναμώνει την ισχύ της Brunehild παρουσιάζοντάς την ως γυναίκα με παιδική αφέλεια, του Johann-Gottfried Kinkel στο ποίημά του Brynhildis (1850), όπου η γυναικεία φιγούρα του ποιήματος αποκαλύπτεται ως φιγούρα των ανδρικών φαντασιώσεων και του Johannes Scherr στη νουβέλα του Brunhild (1870), όπου αντικατοπτρίζονται ξεκάθαρα οι νόμοι και οι κανόνες της πατριαρχικής κοινωνίας.
Το τρίτο μέρος της διατριβής, χωρισμένο σε τρεις ενότητες και αφιερωμένο σε εικαστικά έργα με θέμα την Brunhild που καλύπτουν το χρονικό διάστημα από το 1805 μέχρι το 1920, ενισχύει τα συμπεράσματα του δεύτερου μέρους, μιας και αποδεικνύει ότι και εδώ, όπως και στη λογοτεχνία ο τονισμός της τιθασευμένης θηλυκότητας της Brunhild υπηρετεί τον στόχο της διατήρησης της υπάρχουσας πατριαρχικής τάξης προβάλλοντας τον φόβο του ανδρικού φύλου για την αντιστροφή των ρόλων. Οι απεικονίσεις συμπληρώνουν τις θεματικές και τα μοτίβα που ερευνήθηκαν στο κεφάλαιο της λογοτεχνίας και περιλαμβάνουν όχι μόνο πίνακες, αλλά και τοιχογραφίες, νωπογραφίες, εικονογραφήσεις και σκίτσα, λιθογραφίες και χαλκογραφίες, αγαλματίδια και το τεράστιο μπρούτζινο άγαλμα της βαλκυρίας στην Κοπεγχάγη. Στην πρώτη ενότητα με θέμα το Nibelungenlied κατατάσσονται τέσσερα έργα του Johann-Heinrich Füssli που αποκαλύπτουν τη γυναικεία θηριωδία με την Brunhild ως αντιηρωίδα, τρεις νωπογραφίες του Julius Schnorr von Carolsfeld, όπου αναδεικνύεται η ήπια θηλυκότητα σε αντίθεση με την πολεμική ανδρεία και η εικονογράφηση του Josef-Kaspar Sattler, στην οποία ο δεμένος και κρεμασμένος Gunther φαντάζει ως θύμα της άσπλαχνης Brunhild. Αυτός ο κύκλος ολοκληρώνεται με τις τοιχογραφίες του Karl Schmoll von Eisenwerth και με την μισητή νεγροειδή ξένη και την Brunhild στην Ισλανδία στους δύο πίνακες του Hans-Adolph Bühler. Η δεύτερη θεματική ενότητα υπό την επιρροή του Richard Wagner, ο οποίος έστρεψε το βλέμμα των καλλιτεχνών στον κόσμο των μυθικών μορφών της βόρειας μυθολογίας και επενέργησε καταλυτικά με το συνολικό του έργο τέχνης (Gesamtkunstwerk) στην παραγωγή τέχνης παγκοσμίως, περιλαμβάνει δύο νωπογραφίες του Michael Echter που παραπέμπουν ξεκάθαρα σε αγώνα των δύο φύλων, τρεις πίνακες του ζωγράφου Hans Thoma που καταδεικνύουν την υποταγή της ως κόρη αλλά και την άρση της διαφορετικότητας, έξι έργα του ζωγράφου Ferdinand Leeke που επιβεβαιώνουν τις αιμομικτικές σχέσεις του πατέρα Wotan με την κόρη του Brunhild, καθώς και μια εικονογράφηση του Robert Engels με την ένοπλη Brunhild να καλπάζει γυμνή πάνω από τα ομοίως γυμνά σώματα των ανδρών στο πεδίο της μάχης. Την Brunhild σαν μητέρα γη, αλλά και σαν απειλητικό φυσικό φαινόμενο, σαν υπάκουη κόρη, αλλά και σαν κόρη που τιμωρείται για την ανυπακοή της παρουσιάζει ο Hermann Hendrich στα έργα του στις αρχές του 20ού αιώνα. Το μοτίβο της τιμωρίας της ανυπάκουης κόρης επισημαίνεται με το έργο του Γάλλου Henri Fantin-Latour, ενώ τα τρία έργα του ομοεθνούς του Odilon Redon αναδεικνύουν την εικόνα της ως femme fragile και ως ενσάρκωση των ανδρικών φαντασιώσεων. Δύο έργα του Ρώσου Michail Alexandrowitsch Wrubel συνεισφέρουν ουσιαστικά στην ανάλυση της μορφής, ενώ η Brunhild στην εικονογράφηση του Arthur Rackham ενσαρκώνει σύμφωνα με την ερμηνευτική προσέγγιση ποικίλους ρόλους. Στην τελευταία ενότητα κάνει την εμφάνισή της η Brunhild του Βέλγου ζωγράφου Félicien Rops σε ένα παριζιάνικο καμπαρέ, ενώ την θηλυκή ολόγυμνη φαντασίωση ενσαρκώνει με την πλαστικότητα του κορμιού της η Βαλκυρία του νορβηγού γλύπτη Stephan Sinding.
Οι μεταμορφώσεις της Brunhild τόσο στα εικαστικά έργα τέχνης όπως και στη λογοτεχνία συνεισφέρουν αποφασιστικά στην ουσιαστική κατανόηση των πολικών σχέσεων των δύο φύλων κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα.
(EL)
Prünhild, Brunhild, Brünnhilde:
Fremdheit und Androgynie im Lichte der Metamorphosen der Figur Brunhildes in Literatur und Kunst des 19. Jahrhunderts
Konstantina Tsonaka
ABSTRACT
Die Außergewöhnlichkeit der isländischen Königin bzw. der Walküre Brunhild mit der ihr anhaftenden mannweiblichen Natur umwoben von Mythen und Rätselhaftigkeit steht in der vorliegenden Arbeit im Zentrum des Interesses, wobei ihre Metamorphosen in Literatur und Kunst als Metamorphosen des Weiblichen im Patriarchat rezipiert werden. Das Spektrum der behandelten Fallbeispiele, wo Brunhild als Protagonistin figuriert, sowohl in der Literatur mit neun Autoren als auch in der Kunst mit sechzehn Künstlern, wurde bewusst breit gewählt und deckt so das gesamte 19. Jahrhundert ab.
In Bezug auf die Ursprünge Brunhildes in der Geschichte der Merowinger wird anhand der Historia Frankorum von Gregor von Tours, der Fredegar-Chronik und der unterschiedlichen Sichtweise der Autoren die Fragestellung erläutert, ob die aus der Fremde kommende Brunichilde die literarische Namensschwester Brunhildes ist, ergänzt von zwei kaum bekannten literarischen Beispielen, nämlich von Giovanni Boccaccios Über einige Armselige und über Brunichildis, Königin der Franken und Ferdinand Freiligraths Anno Domini, die der Behauptung dieser allen Übels bringenden Frau stützen. Durch die Ermittlung der Unterschiede der Hauptstränge der Brunhildsage sowohl in der Werbungs- als auch in der Erweckungssage werden des Weiteren die unterschiedlichen literarischen Metamorphosen der Figur in Literatur und Kunst überhaupt eruiert. Im Fokus der Arbeit steht eine ganz spezifische Fragestellung, nämlich diejenige nach dem Zusammenhang zwischen dem Fremdsein und dem Motiv des Androgynen bei Brunhild. Und genau dieses Fremde, das anlockt und zugleich abstößt, ist das Element des Androgynen, das mit Erwartungen und Projektionen verbunden ist. Anhand der philosophischen Schriften von Georg Simmel und Bernhard Waldenfels wird der theoretische Teil der Fremdheit erläutert, während die Werke von Αchim Aurnhammer und Carl-Gustav-Jung sowie auch theoretische Schriften aus der Sicht der Gender Studies die Basis für die Behandlung der Androgynie bilden. Im Augenmerk stehen die relationale Beziehung zwischen dem Eigenen und dem Fremden und der Konstrukt-Charakter von Identität und Fremdheit, wobei als Schlussfolgerung das Konstrukt der erwünschten Weiblichkeit einerseits und der Ausschluss der fremden Frau andererseits den theoretischen Überlegungen folgen. Anhand der Fremdheit des höllischen Nordens nach der Schilderung alttestamentarischer, antiker und mittelalterlicher Vorstellungen vom Hohen Norden als Beispiel für die Simmelsche „imaginative Geographie“ wird der Fremdheitstopos Brunhildes geschildert, da die regionale Fremdheit von ihr verbunden mit der heidnischen und der akkulturellen Dimension dessen, was als „das Fremde“ wahrgenommen wird, die Hauptaussage des Corpus der Werke ausmachen. Als abschließende Überlegungen zum Fremdheitstopos Brunhildes wird sie durch angeführte Gegensatzpaare als konstruierte Fremdbezeichnungen zum eigenen Ideal mit ihrem unnahbaren heidnischen Norden identifiziert. Nach der Erläuterung der nicht vorhandenen Symmetrie der weiblich-männlichen Einheit wird diese Asymmetrie anhand des antiken Brauchs der tessera hospitalis im Geschlechterverhältnis aufgezeigt. Die entscheidenden Personifikationen der Androgynie von der Genesis, den platonischen Kugelmenschen und dem Zwitterwesen Ovids, vom Neuplatonismus bis hin zum Androgynen in der Romantik und um 1900 mit C. G. Jung ergänzen die Auseinandersetzung mit dem Motiv der Androgynie. Der Hieros Gamos als Ur- und Endziel des Menschen verbunden mit dem Ur- und Endziel der Androgynie - personifiziert im Hohen Paar - enthüllt seinen utopischen Charakter, indem er mit der Aufopferung der Frau endet. Die Konkretisierung der Androgynität Brunhildes bzw. ihre Unnatur führen zur Dekonstruktion des Motivs der Androgynie.
Mit neun Werken von 1810 bis 1874 wird die Auseinandersetzung mit Brunhild im zweiten der Literatur gewidmeten Teil als tremendum und faszinosum auf der literarischen Bühne aufgezeigt, wobei sie an erster Stelle mit ihrer fremden Androgynität bzw. ihrem androgynen Fremdsein figuriert, gefolgt von ihrer Rolle als femme fatale und femme fragile, als Verführerin und Täuscherin, als höfische Dame und männerstarke Amazone und in ihrer bedrohlichsten Version als Männermörderin. Anhand von drei Werken der gesamten Dramaturgie der gewaltigen Nibelungensage wird Brunhild in ihrer dämonisierten Anwesenheit bei Ernst Raupach in seinem Nibelungen-Hort (1828), als alter ego und Instrument ihres allmächtigen Vaters bei Richard Wagner in seinem Ring des Nibelungen (1853-1872) und als die „männlichste Frau“, als brennendes Feuer und schwarzes Eis bei Friedrich Hebbel in seinen Nibelungen (1860) dargestellt. Es folgen drei weitere das Einzelschicksal Brunhildes behandelnde Dramen, die den Namen der Protagonistin als Titel tragen, wobei des Nordens fremde Wildheit an Brunhild bei Emanuel Geibel in seiner Brunhild (1857), ihre Präsenz als „Turandot des Nordens“ bei Robert Waldmüller in seiner Brunhild (1863) und ihre nordische Version als eine erbärmliche Walküre bei Reinhold Sigismund in seiner Brynhilde (1874) die Auseinandersetzung mit der Figur ergänzen. Goethes Brunehild, seine „herrlichste der Frauen“ in seinem Maskenzug der romantischen Poesie (1810) und seine Distanzierung vom Nibelungenlied, das nie in der Forschung behandelte Gedicht von Gottfried Kinkel Brynhildis (1850) in einer kritischen Auseinandersetzung mit Sigmund Freud und die ebenso bisher noch nie in der Forschung analysierte Novelle von Johannes Scherr Brunhild (1870), die als Handbuch des Patriarchats vorbildlich benutzt werden kann, ergänzen die vorliegende Analyse.
Durch den allerersten parallelen Versuch zur Darstellung der Figur in der Kunst wird im dritten Teil der Arbeit bewiesen, dass die analysierten Imagines des Weiblichen nicht nur die literarische Szene, sondern auch die Kunst des gesamten, langen 19. Jahrhunderts beherrschen. Das erste Kapitel umfasst fünf Künstler, die die Figur im Banne der Nationalbegeisterung für das Nibelungenlied wahrnehmen. Dazu gehören vier Werke des Schweizers Johann-Heinrich Füssli, an deren Darstellung das Ausgeliefertsein der Männer an die weibliche Grausamkeit zu untersuchen ist, drei Wandgemälde von Julius Schnorr von Carolsfeld, bei denen ihre milde Weiblichkeit in vollem Kontrast zu der kämpferischen Männlichkeit steht, und die Illustration von Josef-Kaspar Sattler, bei der die Figur mit der Vorstellung der erbarmungslosen Frau assoziiert wird. Diesen Zyklus schließen die zwei Gemälde der negroiden Fremden von Hans-Adolf Bühler und Karl Schmoll von Eisenwerths Wandbilder mit der am Rande stehenden demütigen Königin ab. Unter dem Einfluss Richard Wagners erinnern im zweiten Kapitel beide Abbildungen Brunhildes bei Michael Echter eher an den Geschlechterkampf, während sie bei Hans Thoma in drei Werken aufgrund ihrer Andersartigkeit reglementiert wird. Die inzestuösen Beziehungen Brünnhildes zu ihrem Vater nach der hier vorliegenden Wagner-Relektüre des Ring beweisen sechs Werke von Ferdinand Leeke, kontrastiert von der bewaffneten Walküre Brunhild von Robert Engels, die eher auf sexuelle Geschlechterbeziehungen als auf einen fairen Feldkampf verweist. Brünnhilde als Drohung und Schreckensbild einerseits und als die gehorsame Tochter bei Hermann Hendrich andererseits, als die schlummernde Mutter-Erde und abschließend in einem inquisitorischen Szenario als die zu bestrafende ungehorsame Tochter runden den Zyklus der hier zu behandelnden deutschen Künstler ab. Ihre Verbannung und Bestrafung unter der herrschenden Macht des Vaters behandelt Henri Fantin-Latour, während Odilon Redon eine edle Frau zeigt ohne die mächtigen Züge der Kriegerin. Bei Michail Alexandrowitsch Wrubel steht sie für Trost und zugleich Bestrafung, schutz- und wehrlos vor dem unmündigen kindlichen Knaben liegt sie bei Arthur Rackham. Im dritten Kapitel figuriert sie als Salongeschöpf bei Félicien Rops, während sie beim norwegischen Maler Stephan Sinding durch die Plastizität der Körperhaltung und ihre Nacktheit ihre Weiblichkeit betont. Letztendlich versprechen diese bildlichen Darstellungen zum einen die Erfüllung der männlichen Wünsche, andererseits aber drückten sich in ihnen die Ängste der Umkehrung der Rollen aus.
Die Metamorphosen Brunhildes in Literatur und Kunst tragen entscheidend zum aufschlussreichen Verständnis der polaren Geschlechterbeziehungen im 19. Jahrhundert bei.
(EN)