Η λεκτική ειρωνεία έχει απασχολήσει ανά τα χρόνια αρκετούς γλωσσολόγους, οι
οποίοι προσπάθησαν να αποκωδικοποιήσουν τη διαδικασία παραγωγής ενός
ειρωνικού σχολίου και να εξετάσουν το ύφος του ομιλητή, το οποίο συνοδεύει
τέτοιου είδους σχόλια. (Grice, 1967/1989; Sperber and Wilson 1981/2012; Kreuz and
Gluckberg, 1989; Clark and Gerrig, 1984; Kumon-Nakamura, Glucksberg and Brown,
1995; Walton, 1990). Ωστόσο, μέχρι σήμερα, γνωρίζουμε λίγα όσον αφορά τον
αποδέκτη και τη συναισθηματική κατάσταση στην οποία εμπίπτει όταν βρίσκεται
αντιμέτωπος με ειρωνικά σχόλια, ένα θέμα το οποίο πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω,
εφόσον η ειρωνεία παράγεται με κύριο μέλημα να προκαλέσει συναισθηματικές
αντιδράσεις (Leggitt and Gibbs, 2000). Η παρακάτω έρευνα αποσκοπεί στο
συσχετισμό μεταξύ διαφορετικών ειδών ειρωνείας (σαρκασμός, σάτιρα, υπερβολή,
ωραιοποίηση/υποβάθμιση, ρητορικές ερωτήσεις) και συγκεκριμένων
συναισθηματικών αντιδράσεων (χαρά, λύπη, ζεστασιά, φόβος, θυμός, άγχος,
απέχθεια, περιφρόνηση) καθώς επίσης στην ανακάλυψη ομοιοτήτων και διαφορών
όσον αφορά τον τρόπο που δύο διαφορετικές κουλτούρες αντιδρούν στα
προαναφερθέντα είδη ειρωνείας. Με σκοπό την εύρεση απαντήσεων στις παραπάνω
ερωτήσεις, 16 Ισπανοί (Πανεπιστήμιο του Βικ, Βαρκελώνη) και 16 Έλληνες (Εθνικό
και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών) μεταπτυχιακοί φοιτητές κλήθηκαν να
συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο, στο οποίο αξιολόγησαν την εκτιμώμενη
συναισθηματική τους κατάσταση καθώς και την ένταση του συγκεκριμένου
συναισθήματος, αφού είχαν έρθει σε επαφή με διαφορετικά είδη ειρωνείας. Το
ερωτηματολόγιο που μοιράστηκε περιελάμβανε τρία διαφορετικά σενάρια που
καλύπτουν τρεις βασικές κοινωνικές συναλλαγές (εργασιακή/φιλική/ημί-επίσημη). Σε
κάθε σενάριο, ο ειρωνευόμενος έκανε πέντε διαφορετικά ειρωνικά σχόλια και οι
συμμετέχοντες στην έρευνα καλούνταν να αξιολογήσουν σε κάθε μία περίπτωση την
εκτιμώμενη συναισθηματική τους κατάσταση, καθώς επίσης και την ένταση του
συναισθήματος που βίωσαν. Ποσοτικές μέθοδοι χρησιμοποιήθηκαν για την ανάλυση
των δεδομένων, ενώ θεωρίες περί συναισθηματικής επικοινωνίας (Wharton and Strey,
2019) και μετάδοσης του συναισθήματος (Hatfield et al., 1994) συνέβαλαν στην
ερμηνεία των δεδομένων. Τα αποτελέσματα υπέδειξαν πως ο σαρκασμός, η υπερβολή
και οι ρητορικές ερωτήσεις, προκαλούν κατά κύριο λόγο αρνητικά συναισθήματαvii
στον ακροατή, ενώ η σάτιρα και η ωραιοποίηση/υποβάθμιση συνήθως φέρνουν στην
επιφάνεια θετικά συναισθήματα και στις δύο περιπτώσεις (Ισπανούς και Έλληνες
συμμετέχοντες). Αξιοσημείωτες διαφορές ωστόσο παρατηρήθηκαν στην ένταση των
συναισθημάτων, καθώς οι Έλληνες συμμετέχοντες απέδιδαν περισσότερη ένταση στις
συναλλαγές που περιελάμβαναν ειρωνικά σχόλια, ανεξαρτήτως του συγκεκριμένου
είδους ειρωνείας, με τη πιο εμφανή διαφορά (σε σχέση με το Ισπανικό σύνολο) να
αποτελούν οι κατά πολύ μεγαλύτερες εντάσεις που εμφανίζονταν κάθε φορά που οι
άνθρωποι βίωναν θυμό, ως αντίδραση στη λεκτική ειρωνεία. Επομένως, τα
αποτελέσματα φανερώνουν ότι υπάρχουν ομοιότητες καθώς και διαφορές όσον
αφορά το τρόπο αντιμετώπισης της λεκτικής ειρωνείας από τις δύο κουλτούρες.
Παρ’όλα αυτά, απαραίτητη κρίνεται περισσότερη έρευνα στο θέμα για να είναι
δυνατή η λήψη αξιόπιστων συμπερασμάτων.
(EL)
Over the years, verbal irony has been the center of attention for many linguists, who
tried to decode the process of producing an ironic remark and examine the speaker’s
attitude that accompanies such utterances (Grice, 1975/1978/1989; Sperber and
Wilson 1981/2012; Kreuz and Gluckberg, 1989; Clark and Gerrig, 1984; KumonNakamura, Glucksberg and Brown, 1995; Walton, 1990). However, until today, little is known about the addressee and his emotional reactions to verbal irony, an issue that should be further analyzed, as the main goal of producing an ironic utterance is to
provoke emotional responses (Leggitt and Gibbs, 2000). This research therefore, aims
at establishing connections between different types of verbal irony (sarcasm, satire,
overstatements, understatements and rhetorical questions) and emotional responses
(joy, sadness, warmth, fear, anger, anxiety, disgust, contempt) but also at discovering
cross-cultural similarities and differences in the way two cultures react to verbal
irony. In order to provide answers to the questions above, 16 Spanish (University of
Vic, Barcelona) and 16 Greek (National and Kapodistrian University of Athens) postgraduate students were asked to complete a questionnaire and evaluate their perceived emotional state and intensity of emotion after being exposed to different types of verbal irony. The questionnaire that was distributed contained three different
scenarios covering three main social encounters (workplace/friendly/semi-formal). In
each scenario, the ironist made five different ironic remarks as a final comment and
the subjects were asked to evaluate in each case their perceived emotional state, as
well as the intensity of the emotion experienced. Quantitative methods were employed
in order to analyze the data, while the notions of ‘emotional communication’
(Wharton and Strey, 2019) and ‘emotional contagion’ (Hatfield et al., 1994) were
implemented in the process of interpreting the findings. Results indicated that
sarcasm, overstatements and rhetorical questions were able to elicit mostly negative
reactions, whereas satire and understatements tended to arouse positive reactions in
both cases (Spanish and Greek participants). Notable differences however, were
observed between the two ethnic groups with regards to intensities of emotions, as
Greeks attributed greater intensities in transactions including verbal irony, with the
most evident case being the largely greater intensities that appeared (compared to v
Spanish responses) when anger was elicited, as a response to verbal irony. Findings
therefore suggest that there are both similarities as well as differences regarding cross-cultural reactions to irony. Nevertheless, further research is needed on the topic in
order to be able to reach credible conclusions.
(EN)