Ο σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι διττός. Αφενός αποτελεί μια προσπάθεια να δοθεί πειστική απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα αν πρέπει να υπακούμε στους νόμους. Στο εάν δηλαδή υπάρχει μια γενική υποχρέωση υπακοής προς την έννομη τάξη και ως εκ τούτου εάν υπάρχει ένα επαρκές νομιμοποιητικό θεμέλιο στο οποίο να βασίζεται αυτή η υποχρέωση υπακοής. Αφετέρου επιχειρεί, μέσω της ανάλυσης των αντιλήψεων που διατυπώθηκαν για την πολιτική ανυπακοή να της προσδώσει σημαντικό ρόλο στη λειτουργία ενός δημοκρατικού πολιτεύματος και μιας νομιμοποιημένης έννομης τάξης προχωρώντας σε μια διεύρυνση της πέρα από τα στενά όρια των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών που της προσδίδει η επικρατούσα θεωρία.
Το πρώτο μέρος εκκινεί με την εξέταση μερικών εκ των σημαντικότερων επιχειρημάτων που χρησιμοποιήθηκαν διαχρονικά στην προσπάθεια θεμελίωσης μιας γενικής υποχρέωσης υπακοής στους νόμους, όπως αυτά της ευγνωμοσύνης και της συγκατάθεσης, και καταλήγει με την ανακήρυξη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ως νομιμοποιητικό θεμέλιο μιας έννομης τάξης άξιας υπακοής.
Κατόπιν παρουσιάζονται οι θέσεις μερικών σύγχρονων στοχαστών (Rawls, Dworkin, Habermas) για το πως αντιλαμβάνονται εκείνοι την έννοια και τον ρόλο της πολιτικής ανυπακοής, καθώς και ποια χαρακτηριστικά πρέπει να έχει προκειμένου να συνιστά μια δικαιολογημένη πράξη, παρά τον έκνομο χαρακτήρα της.
Στη συνέχεια εξετάζεται η υπόσταση της πολιτικής ανυπακοής, για το εάν αποτελεί δηλαδή ένα νομικό δικαίωμα ή ένα ηθικό καθήκον και έπειτα συντελείται ο διαχωρισμός της από δύο σχεδόν ταυτόσημες έννοιες, εκείνες της αντίστασης και της αντίρρησης συνείδησης.
Τέλος, πραγματοποιείται μια κριτική κατά της επικρατούσας αντίληψης για την πολιτική ανυπακοή και επιχειρείται η διεύρυνση του πεδίου δράσης της, προκειμένου να συμπεριλαμβάνει και τις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες ως δικαιολογητικούς λόγους προσφυγής σε πράξεις πολιτικής ανυπακοής.
(EL)
The purpose of this dissertation is twofold. On the one hand, it is an attempt to give a convincing answer to the crucial question of whether we should obey the laws. That is, whether there is a general obligation to obey the rule of law and therefore whether there is a sufficient legal basis on which to base this obligation of obedience.
On the other hand, it tries, through the analysis of the perceptions expressed for political disobedience, to give it an important role in the functioning of a democratic state and a legitimate legal order, by extending it beyond the narrow limits of individual rights and freedoms granted to it by the prevailing.
The first part begins by examining some of the most important arguments used over time to try to establish a general obligation to obey the law, such as gratitude and consent, and concludes with the proclamation of human dignity as the legitimizing foundation of a legal order.
Then the positions of some modern thinkers (Rawls, Dworkin, Habermas) are presented on how they perceive the meaning and role of political disobedience, as well as what characteristics it must have in order to constitute a justified act, despite its ilegal nature.
Subsequently, the nature of political disobedience is examined, whether it is a legal right or a moral duty, and then it is separated from two almost identical concepts, those of resistance and conscientious objection.
In the end, a critique of the prevailing perception of political disobedience is made and an also an attempt to expand its scope, in order to include socio-economic inequalities as justifying reasons for resorting to acts of political disobedience.
(EN)