Σε αυτή τη διατριβή μελετάται η σύγκρουση της οικονομικής ανάπτυξης με την ειδικότερη μορφή του ελεύθερου εμπορίου και του ελεύθερου ανταγωνισμού και της προστασίας του περιβάλλοντος, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα μελέτης τα απόβλητα, στα οποία δεν έχει εφαρμοστεί, μέχρι σήμερα, η αρχή της αειφόρου ανάπτυξης, που μπορεί, κατά κανόνα, να επιτύχει την ισορροπία που επιδιώκεται σε συναφείς περιπτώσεις συγκρούσεων. Τα απόβλητα θεωρούνται εμπορεύματα, τα οποία θα πρέπει να διακινούνται, κατ’ αρχήν, ελεύθερα στην εσωτερική αγορά της Ένωσης. Ωστόσο, ως εμπορεύματα «ιδιαίτερης φύσης» διαφοροποιούνται από τα κοινά εμπορεύματα, εξαιτίας της διπλής σημασίας που έχουν για την οικονομία και το περιβάλλον της Ευρώπης. Αποτέλεσμα αυτής της «ιδιαίτερης φύσης» και της διπλής σημασίας τους είναι να εφαρμόζονται με παρεκκλίσεις, όχι πάντοτε αιτιολογημένες, οι κανόνες που ισχύουν στο δίκαιο της Ένωσης για την ελεύθερη κυκλοφορία και τον ελεύθερο ανταγωνισμό, αφού είναι δυνατόν εθνικές ρυθμίσεις που θεσπίζουν συστήματα ενίσχυσης της πρόληψης ή/και μείωσης των αποβλήτων ή εν γένει της διαχείρισής τους, να επηρεάσουν το ελεύθερο εμπόριο στην εσωτερική αγορά ταυτόχρονα όμως και το περιβάλλον της Ένωσης. Ακόμη και η εφαρμογή της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει», όπως διαμορφώνεται μέσα από το καθεστώς της περιβαλλοντικής ευθύνης, είναι δυνατόν να επηρεάσει δυσμενώς τις επιχειρήσεις διαχείρισης αποβλήτων και, κατ’ επέκταση, να νοθεύσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων των κρατών μελών, που έχουν συναφές αντικείμενο εργασιών. Η έννομη τάξη της Ένωσης επιφυλάσσει μια διαφορετική μεταχείριση των αποβλήτων, αναλόγως αν προορίζονται για αξιοποίηση ή για τελική διάθεση, διαφοροποίηση που δεν δικαιολογείται από περιβαλλοντικούς παρά μόνο από οικονομικούς λόγους, γεγονός που αποδεικνύει ότι στις προτεραιότητες της Ένωσης είναι η ενίσχυση της βιομηχανίας της ανακύκλωσης σε επίπεδο ευρωπαϊκό και όχι η ενίσχυση των επιχειρήσεων τελικής διάθεσης, που παραμένει, κατά κανόνα, εθνικό ζήτημα.